Quantcast
Channel: Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 1943-1949
Viewing all 49 articles
Browse latest View live

Τα παιδιά στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου

$
0
0
Δέσποινα Καραθανάση

Οι τύχες των παιδιών του εμφυλίου

Ο ελληνικός εμφύλιος αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού πολέμου. Ξεκίνησε το 1946 και
έληξε στις 15 Οκτωβρίου 1949 με την ήττα και παράδοση του ΔΣΕ.  Την περίοδο του εμφυλίου 340.000- 360.000 παιδιά είχαν την ανάγκη φροντίδας.  Παιδιά που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον ελληνικό εμφύλιο.  Πρόκειται για τα παιδιά που έμειναν ορφανά στη διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας, για παιδιά που μετακινήθηκαν από τις εστίες τους και απομακρύνθηκαν από τις οικογένειές τους, και τέλος για παιδιά που μεγάλωσαν σε φυλακές εξαιτίας της σύλληψης των γονιών τους για την δράση τους και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.  Εκατοντάδες παιδιά μετακινήθηκαν, χωριά εκκενώθηκαν από τους κατοίκους τους, για να εξυπηρετηθούν τα σχέδια του εθνικού στρατού ή μεγαλύτερα παιδιά και έφηβοι στρατολογήθηκαν από το Δημοκρατικό Στρατό για να εξυπηρετήσουν τις πολεμικές τους ανάγκες.  Επίσης, γύρω στις 28.000 παιδιά (στην περίπτωση αυτή οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί) πέρασαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν στην υπερορία, κάποτε και χωρίς τους γονείς τους.( Βερβενιώτη, 1999: 22-24)
Εκτός από τη μετακίνηση των παιδιών στις παιδουπόλεις, η πολιτική που εφάρμοσε η κυβέρνηση των Αθηνών και το παλάτι επηρέασε τις ζωές χιλιάδων άλλων παιδιών.  Οι υποχρεωτικές μετακινήσεις των 700.000 που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και μεταφέρθηκαν το 1948 σε παλιές αποθήκες και εγκαταλειμμένα υπόγεια σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οδήγησαν στο θάνατο και στη ζητιανιά πολλές εκατοντάδες παιδιών και σε αύξηση της παιδικής εγκληματικότητας.(Γκαγκούλιας, 2004:44-46)

Τα παιδιά των φυλακών και της εξορίας

Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που κλείνονταν στις φυλακές μητέρες με τα βρέφη και τα νήπιά τους.  Στο Τρίκερι το καλοκαίρι του 1949 κρατούνταν μαζί με τις εξόριστες μητέρες τους 235 παιδιά, με ανώτατο όριο ηλικίας τα 12 έτη.( Σέρβος, 2001: 210)  Στις φυλακές Αβέρωφ ήταν κλεισμένα με τις μητέρες τους 70 μωρά, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις γεννήσεων μέσα στη φυλακή.  Οι συνθήκες διαβίωσής τους περιγράφονται με τα μελανότερα χρώματα.( Γκαγκούλιας, 2004:53)  Σύμφωνα με τη Μαντώ Δαλιάνη, γιατρό και κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ, μέχρι το 1950 περίπου 119 παιδιά είχαν ζήσει εκεί.  Τα παιδιά δεν ήταν καταχωρημένα σαν τρόφιμοι, επομένως δεν συμπεριλαμβάνονταν στο συσσίτιο της φυλακής. ( Mazower,2004: 105) Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του παιδιάτρου Σ.Μπαρτζιώτα, ο οποίος εξέτασε παιδιά στις φυλακές Αβέρωφ, ότι τα παιδιά –όπως και οι μητέρες τους- τρέφονταν μόνο με κρεμμύδια.( Σέρβος, 2001: 208)  Το 1950, η διεύθυνση των φυλακών απομάκρυνε τα παιδιά από τις μητέρες τους, ως τιμωρία για τη διαμαρτυρία τους ενάντια στις εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων.  54 από αυτά τα παιδιά δόθηκαν σε θετούς γονείς και άλλα 37 στάλθηκαν σε κρατικά ιδρύματα μέχρι τη δεκαετία του 1960.  Οι στερήσεις και η έλλειψη ελευθερίας ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής των παιδιών μέσα στις φυλακές.  Παρ’ όλες τις κακουχίες, τα παιδιά έβρισκαν στοργή στο γυναικείο περιβάλλον, εξαιτίας της ανάπτυξης του αισθήματος  ότι ανήκαν σε μία κοινότητα και του θεσμού της νονάς, που έδενε πολλές γυναίκες  με ένα παιδί.(Mazower, 2004: 105)
Επιπλέον, χιλιάδες ήταν τα βρέφη που αποχωρίστηκαν την αγκαλιά της μητέρας τους βίαια ή δηλώθηκαν ως νεκρά μετά τη γέννησή τους και προσφέρθηκαν στο διεθνές εμπόριο «υιοθεσίας», ενισχύοντας τα βασιλικά ταμεία και όσους εμπλέκονταν στη διακίνηση αυτή.  Το 1951 ανακοινώθηκε ότι 2.500 ορφανά θα μεταφέρονταν στην Αμερική («Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών 19.1.1951), ενώ λίγους μήνες αργότερα 5.000 ελληνόπουλα θα επιλέγονταν και θα μεταφέρονταν στη Βραζιλία.  Άλλες πηγές αναφέρουν πως το 1951 έφυγαν από την Ελλάδα 1.500 παιδιά για τις ΗΠΑ, 1.500 για τον Καναδά, 2.000 για την Αυστραλία και 2.000 για τη Νότια Αμερική.( Γκαγκούλιας, 2004:43-44)
Η «εξαγωγή» παιδιών συνεχίστηκε μέχρι και το 1962, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή 10.000 παιδιών στις ΗΠΑ.  Ο πυρήνας του κυκλώματος των παράνομων υιοθεσιών φαίνεται πως περιελάμβανε το παλάτι, ανώτατους αξιωματούχους της εκκλησίας, πολιτικούς παράγοντες, δικαστικούς, στελέχη του κρατικού μηχανισμού, ιατρούς και δικηγόρους, οι οποίοι παράλληλα προέβαλαν την αφοσίωσή τους «στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια».  Επίσης, σημαντικό ρόλο στη διακίνηση των παιδιών είχαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν έρθει στην Ελλάδα με το πρόσχημα της προσφοράς ανθρωπιστικής βοήθειας.  Εκατοντάδες βρέφη παρουσιάζονταν ως νεκρά στους γονείς τους και στέλνονταν στην Αμερική για υιοθεσία, προς 2.000-3.000 δολάρια το παιδί, ενώ η τιμή έφτασε και τις 10.000 δολάρια λόγω της ζήτησης.  Σύμφωνα με δημοσίευμα της New York Times (Απρίλης 1996), το 1950 υιοθετήθηκαν από οικογένειες της Νέας Υόρκης 2.000 Ελληνόπουλα, χωρίς τη συγκατάθεση των φυσικών τους γονιών.  Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται ως «εγκέφαλος» της σπείρας ο Στέφεν Σκόπας, ο οποίος εκτός από ειρηνοδίκης ήταν και ανώτατο στέλεχος Ελληνοαμερικανικών Θρησκευτικών και Πολιτικών Οργανώσεων. (Σέρβος, 2001:159-162)

Οι παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης

Η επιστροφή της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του 1946 συνοδεύτηκε με την προσπάθεια των μελών της να κερδίσουν και πάλι την εύνοια του ελληνικού λαού.  Η θέση της βασίλισσας ήταν ιδιαιτέρως δύσκολη, αφού είχε κατηγορηθεί από αντιμοναρχικούς της εποχής για φιλοναζισμό και συμμετοχή στη ναζιστική νεολαία, ενώ φαίνεται πως ακόμη και οι φιλοβασιλικοί την αντιπαθούσαν εξαιτίας της γερμανικής της καταγωγής.  Το μέσο με το οποίο προσπάθησε να αποκαταστήσει την εικόνα της στον ελληνικό λαό και παεμφυλιος 24γραμματαράλληλα να ασκήσει πολιτική ήταν η φιλανθρωπία.  Ιδρύθηκαν, λοιπόν, δύο οργανισμοί : το Βασιλικό    Εθνικό Ίδρυμα και η Βασιλική Πρόνοια, η οποία ιδρύθηκε στις 10 Ιουλίου 1947.  Το πρώτο βρισκόταν υπό τη διοίκηση του βασιλιά και αφορούσε την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων, ενώ το δεύτερο αφορούσε τη συγκέντρωση των παιδιών ηλικίας 4 έως 16 ετών σε 53 ιδρύματα, τις λεγόμενες «παιδουπόλεις».( Vervenioti, 2002:4)
Οι εργασίες της Βασιλικής Πρόνοιας απευθύνονταν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου μαινόταν το μεγαλύτερο μέρος των εμφυλίων συγκρούσεων.  Οι παιδουπόλεις ιδρύθηκαν με χρήματα που συγκέντρωσε με τη διενέργεια εράνου, τον Έρανο «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος. Υπολογίζεται ότι τα χρήματα που διακινήθηκαν από τα βασιλικά ιδρύματα ήταν πάνω από 300.000.000δρχ. το χρόνο, ενώ οι κρατικοί φορείς δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τη διαχείριση τους.(Βερβενιώτη, 1999: 22-24)
Τα ηλικιακά όρια των παιδιών που συγκεντρώθηκαν, ήταν 4-16 χρονών.  Τα όρια αυτά δεν τηρήθηκαν, καθώς ο Κυβερνητικός Στρατός μετακίνησε «παιδιά»  μέχρι και 20 ετών. Επιπλέον, λειτουργούσε και μία τεχνική σχολή στην Κω για «ανήλικους εγκληματίες». Πρέπει να αναφερθεί πως οι συνθήκες περιορισμού και αποκλεισμού σε ένα τέτοιο ίδρυμα – όπως συμβαίνει και σε κάθε είδους κέντρου κράτησης – δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ανάρμοστες συμπεριφορές προς τους κρατούμενους (όπως βασανιστήρια και βιασμοί), οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν την εποχή εκείνη.( Γκαγκούλιας, 2004:50-51) Στα κέντρα αυτά, τα παιδιά και οι νέοι διαπαιδαγωγούνταν με αντικομμουνιστικά συνθήματα και θεωρούσαν τους γονείς τους εγκληματίες, προδότες και άξιους για κατάδοσή τους στις αστυνομικές αρχές.
Ο τρόπος συλλογής των παιδιών ποικίλει ανάλογα με τις πηγές άντλησης πληροφοριών και τις μαρτυρίες. Σημειώνονται περιπτώσεις που οι γονείς έστειλαν οικειοθελώς τα παιδιά τους στις παιδουπόλεις, περιπτώσεις που τα παιδιά στάλθηκαν εν αγνοία των γονέων και άλλες που οι γονείς υπέκυψαν μετά από απειλές άμεσης εκτέλεσης.(Baerentzen, 1992:138, 141-142)
Υπολογίζεται ότι περίπου 18.000 παιδιά μεταφέρθηκαν στις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές ο αριθμός τους ανερχόταν στις 25.000-28.000.( Vervenioti, 2002:4)    Από τις 53 παιδουπόλεις, οι 23 λειτουργούσαν στην Αθήνα, 12 στη Θεσσαλονίκη, 3 στα Γιάννενα, 2 στη Λαμία και από μια σε Καβάλα, Αγρίνιο, Βόλο, Λάρισα και Πάτρα.  Στα νησιά υπήρχαν 3 στη Ρόδο, 2 στη Σύρο και από μία σε Μυτιλήνη, Τήνο και Κέρκυρα.( Βερβενιώτη, 2004:107)

Ο τρόπος ζωής και διαπαιδαγώγησης στις παιδουπόλεις

Η διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις παιδοπόλεις είχε ως στόχο την εσωτερίκευση των
εθνικοχριστιανικών ιδεωδών, τα οποία προέβαλλε κατά κόρον η κυβερνητική παράταξη και το παλάτι.  Η στελέχωση των παιδοπόλεων έγινε σύμφωνα με την αποδεδειγμένη αφοσίωση των εργαζομένων στους εθνικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, και όχι σύμφωνα με την παιδαγωγική τους κατάρτιση.  Η φρούρηση των ιδρυμάτων γινόταν από χωροφύλακες, οι οποίοι ονομάζονταν «παιδονόμοι».
Η ψυχαγωγία των παιδιών αφορούσε τον προσκοπισμό και τα κατηχητικά σχολεία, ενώ παράλληλα γινόταν εκκλησιασμός κάθε Κυριακή.  Το ημερήσιο πρόγραμμα ξεκινούσε με το χτύπημα της καμπάνας, εγερτήριο, πρωινό προσκλητήριο, έπαρση της σημαίας, πρωινή προσευχή, στρώσιμο των κρεβατιών, πρωινή και απογευματινή εθνική κατήχηση, βραδινό προσκλητήριο, εσπερινή προσευχή, κατάκλιση και χτύπος της καμπάνας, που σήμαινε το σιωπητήριο.
Η εμφάνιση των παιδιών στις πόλεις γινόταν σε στρατιωτικούς μετασχηματισμούς. Ήταν ντυμένα με ομοιόμορφες στολές, στρατιωτικό μπουφάν και χακί παντελόνι για τα αγόρια και γκρι φουστάνια για τα κορίτσια.
Η απασχόληση των κοριτσιών στις παιδοπόλεις ήταν το πλέξιμο, το μαντάρισμα, το σιδέρωμα, το μαγείρεμα, ο αργαλειός, η ταπητουργία, το κέντημα, σύμφωνα με τις ιδέες για τον προορισμό της γυναίκας : νοικοκυρά, σύζυγος, μητέρα.  Τα έργα των κοριτσιών πωλούνταν και τα έσοδα πήγαιναν στο ταμείο του Εράνου.(Σέρβος, 2001: 176-179)
Επίσης, το Βασιλικό Ίδρυμα είχε ιδρύσει Τεχνικές σχολές, οι οποίες τέθηκαν στην ευθύνη του Εράνου.  Η μεγαλύτερη όλων ήταν η Βασιλική Τεχνική Σχολή Λέρου, η οποία ιδρύθηκε το Μάρτιο του 1949, όπου είχαν μεταφερθεί αρχικά οι ανήλικοι που συμμετείχαν στο ΔΣΕ από την Πελοπόννησο, για να εκπαιδευτούν τεχνικά και να «αναμορφωθούν» ηθικά.  Η διάρκεια φοίτησης ήταν ένας χρόνος.  Οι συνθήκες που επικρατούσαν ήταν στρατιωτικές και η Σχολή της Λέρου αποτελούσε παράδειγμα εκφοβισμού για τους ανυπάκουους τροφίμους των υπόλοιπων παιδουπόλεων.( Βερβενιώτη, 2004:109)  Άλλος τίτλος που δόθηκε στα κέντρα αυτά ήταν «Αποικίαι ελεύθερων καταδίκων» (Καθημερινή, 15-12-1951).  Στις φυλακές αυτές κρατούνταν ανήλικοι, που αντιμετώπιζαν τη ποινή του θανάτου.  Στις φυλακέπαιδια εμφυλιος 24γραμματαjpgς ανηλίκων Κηφισιάς κρατούνταν 98 κορίτσια, 3 από τα οποία ήταν καταδικασμένα σε θάνατο (Δήμητρα Γκοτζινοπούλου, Τασία Γαραμανίδου, Κατίνα Καλλάτου).  Περισσότερα από 360 παιδιά της Μακρονήσου είχαν καταδικαστεί, χωρίς αφορμή, σε βαριές ποινές και υπόκεινταν σε βασανιστήρια.  Αίσθηση είχε προκαλέσει η έκκληση μιας ομάδας παιδιών που ήταν κλεισμένα στις φυλακές της Κηφισιάς, η οποία δημοσιεύτηκε στον «Δημοκρατικό Τύπο» το 1950, όπου καταγγέλλουν φόνους, βασανιστήρια και βιασμούς των ανήλικων τροφίμων.  Με τους παραπάνω τρόπους, οι φύλακες του αναμορφωτηρίου προσπαθούσαν να αποσπάσουν τις δηλώσεις μετανοίας και να ικανοποιήσουν τα αρρωστημένα πάθη τους.  Η ομάδα των νέων προχωράει στην καταγγελία πέρα από τους φυσικούς αυτουργούς και κατηγορεί τους ηθικούς αυτουργούς και εμπνευστές του σχεδίου αυτού.  Η έκκληση αυτή υπογράφηκε από όλους τους κρατούμενους των φυλακών Κηφισιάς.  330 ανήλικοι τρόφιμοι των φυλακών Μακρονήσου προχώρησαν σε παρόμοια έκκληση το 1950, 39 από τους οποίους αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν το 1949.  Ακολούθησαν καταγγελίες και άλλων παιδιών από τη Βίδο και την Κέρκυρα.  Σε όλες τις παραπάνω εκκλήσεις γίνονταν ονομαστικές καταγγελίες των βασανιστών. (Γκαγκούλιας, 2004:49)

Η μετακίνηση παιδιών από το Δημοκρατικό Στρατό

Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) και εξαιτίας των διώξεων που υφίσταντο, τα μέλη του ΚΚΕ είχαν ιδρύσει προσφυγικά κέντρα στη Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία και Αλβανία.  Το 1947 – όταν είχε ήδη σχηματιστεί η «Κυβέρνηση του Βουνού» και το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου – στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία, δύο νηπιαγωγεία και ένας παιδικός σταθμός.  Οι εκδιωγμένοι  θεωρούσαν τη μετακίνηση αυτή προσωρινή. «Για δεκαπέντε μέρες φύγαμε και κάτσαμε 52 χρόνια» αναφέρει η κυρία Χ.Π., πολιτική πρόσφυγας από τη Ρουμανία. Υπεύθυνοι για τους προσφυγικούς καταυλισμούς τέθηκαν μέλη της ΕΠΟΝ (Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων) και το ΚΚΕ, ενώ ενεργό ρόλο είχαν και τα κομμουνιστικά κόμματα, οι Ερυθροί Σταυροί, οι οργανώσεις νεολαίας των χωρών υποδοχής και τα «Αετόπουλα».( Βερβενιώτη, 2004: 105-107)  Το ΚΚΕ είχε θέσει το ζήτημα στο Διεθνές Συνέδριο Δημοκρατικής Νεολαίας στο Βελιγράδι στις 3 Μαρτίου 1948, όπου οι εκπρόσωποι των νεολαίων των Λαϊκών Δημοκρατιών είχαν υιοθετήσει την πρόταση να φιλοξενήσουν προσωρινά τα ελληνόπουλα, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις.  Στις 7 Μαρτίου 1948 οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Δημοκρατιών έκαναν δεκτό το αίτημα της Προσωρινής Δημοκρατικής να φιλοξενήσουν και να περιθάλψουν τα παιδιά, μέχρι οι συνθήκες στην Ελλάδα να επιτρέψουν την επιστροφή τους.(Σέρβος, 2001:222)  Το Μάιο του 1948, το ΚΚΕ συγκρότησε την «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ) με έδρα αρχικά τη Βουδαπέστη και αργότερα το Βουκουρέστι, της οποίας πρόεδρος ανέλαβε ο Πέτρος Κόκκαλης, γιατρός και πρώην καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.  Η ΕΒΟΠ ανέλαβε την επίβλεψη της μεταφοράς και παραμονής των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες.(Βερβενιώτη, 2004:105-107)
Οι λόγοι που οδήγησαν το ΔΣ να ξεκινήσει τη μεταφορά των παιδιών στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, σύμφωνα με την αντάρτικη εφημερίδα «Εξόρμηση» ήταν οι εξής: α) οι καταστροφές που προκαλεί η πολιτική του κυβερνητικού στρατού, β) η έλλειψη τροφής, γ) η καθημερινή έκθεση στους δρόμους 150.000 και άνω παιδιών, με αποτέλεσμα τον θάνατό τους, δ) η διαταγή της Φρειδερίκης για συγκέντρωση όλων των παιδιών με σκοπό την «πλύση εγκεφάλου» και ε) τους βομβαρδισμούς των γυναικόπαιδων από τον κυβερνητικό στρατό, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο 120 παιδιών τους πρώτους μήνες του 1948.(Baerentzen, 1992:141)
Το όριο ηλικίας των παιδιών ήταν 3-14 χρονών, αλλά όπως και στην περίπτωση του Εράνου, δεν τηρήθηκε.  Σύμφωνα με μαρτυρίες μαχητών του ΔΣ, υπήρχαν περιπτώσεις μεγαλύτερων παιδιών (14-18 ετών) που συλλέχθηκαν, εκπαιδεύτηκαν εντός ή εκτός Ελλάδας και πήραν μέρος στις μάχες.  Δεδομένου ότι ο ΔΣ αντιμετώπιζε πρόβλημα με τις εφεδρείες του, τον Φεβρουάριο του 1948 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης  στρατιωτική Διάταξη για την επιστράτευση των γυναικών. Ένας λόγος, λοιπόν, που απομακρύνθηκαν και τρίχρονα παιδιά ήταν η εισαγωγή των γυναικών στις στρατιωτικές υπηρεσίες του ΔΣ.(Βερβενιώτη, 2004:106-107)
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Εξόρμηση», από τα μέσα του Φεβρουαρίου μέχρι τις 5 Μαρτίου, οι γονείς συγκέντρωσαν 4.784 παιδιά από 59 χωριά, ώστε να μεταφερθούν στις λαϊκές δημοκρατίες.  Την 1η Απριλίου του 1948, η εφημερίδα περιέγραφε τη διαδρομή 1.884 παιδιών με τα κάρα και τους συνοδούς τους.  Οι συνοδοί ήταν συνήθως κορίτσια και αγόρια μεγαλύτερης ηλικίας, «μωρομάνες» και ηλικιωμένοι. Σύμφωνα με πληροφορίες της UNSCOB (Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια), η μαζική εκτόπιση παιδιών δεν είχε αρχίσει πριν το Μάρτιο του 1948.( Baerentzen, 1992:141-148)
Η αποστολή των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών τους, κι όπου δεν υπήρχαν γονείς, με τη σύμφωνη γνώμη των στενών τους συγγενών.  Επρόκειτο για παιδιά που στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν παιδιά ανταρτών ή συγγενείς τους.  Προέρχονταν κυρίως από τις βόρειες περιοχές της χώρας, αν και ανάμεσά τους υπήρχαν «ανταρτόπαιδα» από τη Νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη.  Οι χώρες υποδοχής, σε συνεργασία με την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, είχαν φροντίσει για τη μεταφορά και την εγκατάσταση των παιδιών από τη στιγμή που περνούσαν τα σύνορα, για τη διατροφή τους και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη.  Χώρες που δέχτηκαν παιδιά ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ανατολική Γερμανία, η Βουλγαρία.  Επίσης, παιδιά δέχτηκε και η Αλβανία, τα οποία προωθήθηκαν στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και η ΕΣΣΔ μετά την ήττα του ΔΣΕ και το πέρασμα των ανταρτών στην πολιτική προσφυγιά (μετά το 1949).(Σέρβος, 2001:226-227)
Η κατάσταση της υγείας των παιδιών ήταν πολύ άσχημη.  Από το σύνολο των παιδιών που στάλθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες, έπασχαν: το 26% από πνευμονικές παθήσεις, το 17,5% από βρογχικά, το 10,5% από νευρικές παθήσεις, το 14% από ψώρα, το 21,5% από ρευματικά και άλλες αρρώστιες. Υγιή ήταν μόνο το 10,5%.  Επίσης, από  το  σύνολο  αυτών που  ήταν   σχολικής     ηλικίας το 60% ήταν τελείως αγράμματα.(Γκαγκούλιας, 2004:95)
Ο αριθμός των παιδιών που αναφέρεται ότι μεταφέρθηκαν από το ΔΣ και ζούσαν στις λαϊκές δημοκρατίες και την Σοβιετική Ένωση το 1950 υπολογίζεται σε 25-28.000.  Υπάρχει μία σχετική ασάφεια στον αριθμό των παιδιών που φιλοξενούνταν στη Γιουγκοσλαβία, καθώς οι σχέσεις Τίτο-Στάλιν διακόπηκαν.  Επίσης, υπάρχει σύγχυση σχετικά με τον αριθμό των παιδιών που μεταφέρθηκαν, καθώς στα 25-28.000 παιδιά συμπεριλαμβάνονται και οι νεαροί μαχητές του ΔΣ, τα παιδιά που γεννήθηκαν εκτός των ελληνικών συνόρων και εκείνα που μεταφέρθηκαν μαζί με τις οικογένειές τους πριν και κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου.  Οι μετακινήσεις συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος σχεδόν της εμφύλιας σύγκρουσης, το καλοκαίρι του 1949.(Σέρβος, 2001:105-107)

Ιδρύματα φιλοξενίας και διαπαιδαγώγηση των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες

Οι πρώτες πόλεις υποδοχής των παιδιών ήταν το Μπούλκες της Βοϊβοντίνας (Γιουγκοσλαβία), όπου ήταν συγκεντρωμένοι περίπου 6.000 αντάρτες και είχε μετατραπεί σε ελληνική αυτοδιοικούμενη κοινότητα, η Σκόδρα και η Αυλώνα (Αλβανία), το Μπάνκες της Βουλγαρίας. Τα έξοδα συντήρησης, διατροφής, ρουχισμού, νοσηλείας και μόρφωσης σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης ανέλαβαν οι Λαϊκές Δημοκρατίες.
Παιδίατροι, παιδοκόμοι, νηπιαγωγοί, νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού και οργανώσεις της νεολαίας ανέλαβαν τη περίθαλψη των παιδιών, τη σίτιση, καθαρισμό και ένδυσή τους.  Στη συνέχεια, τα προσφυγόπουλα μεταφέρθηκαν με τρένα και λεωφορεία στις πόλεις προορισμού τους. Εκεί, τα παιδιά έμειναν σε παλιά ανάκτορα, παιδικές κατασκηνώσεις, στρατόπεδα και άλλα ιδρύματα τα οποία είχαν μετατραπεί σε παιδικούς σταθμούς.  Ο κάθε σταθμός λειτουργούσε με κατάλληλο προσωπικό και στην αρχή έμεναν και οι μητέρες που συνόδευαν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες.  Επίσης, τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά φρόντιζαν τα μικρότερα.
Οι παιδικοί σταθμοί αποτελούνταν από μεγάλες αίθουσες, στις οποίες έμεναν 10 περίπου παιδιά (τα αγόρια χωριστά από τα κορίτσια) σε ξεχωριστό κρεβάτι το καθένα.  Μέσα ή δίπλα σε κάθε σταθμό  υπήρχαν λέσχες, όπου τα παιδιά σιτίζονταν.  Επίσης, σε κάθε σχολείο υπήρχαν εργαστήρια, γραφεία των μαθητικών οργανώσεων, αθλητικά και μουσικά όργανα, είδη ζωγραφικής, αίθουσες και μηχανήματα προβολής, ενώ στους μεγάλους παιδικούς σταθμούς λειτουργούσαν ιατρεία με μόνιμο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό (παιδίατροι, παθολόγοι, νοσοκόμες).  Αρχικά, πολλά από τα παιδιά δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, όπως στον ύπνο σε κρεβάτι –μιας και στην Ελλάδα κοιμόντουσαν σε ψάθες στο πάτωμα- και στην τήρηση κανόνων υγιεινής – όπως το μπάνιο με σαπούνι και πλύσιμο δοντιών.( Σέρβος, 2001:242-243)
Όταν τα παιδιά βρέθηκαν εκτός Ελλάδας, δόθηκε μεγάλη έμφαση στην αλληλογραφία τους με τους γονείς ή άλλους συγγενείς στην Ελλάδα. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι αρκετοί πρόσφυγες τιμωρήθηκαν, επειδή άκουγαν «τα νέα» από την ελληνική ραδιοφωνία.( Γκαγκούλιας, 2004:144 )  Η επιρροή του Κόμματος στην καθημερινή ζωή των προσφύγων ήταν πολύ μεγάλη. Ακόμη, επιδιώχθηκε τα παιδιά να μετακομίσουν στις χώρες που ζούσαν και οι γονείς τους, αν και αυτό επιτεύχθηκε μετά τη λήξη του εμφυλίου, κυρίως το 1950.  Επίσης, τα παιδιά παρακολουθούσαν μαθήματα στην ελληνική και στη γλώσσα της χώρας υποδοχής.  (Σέρβος, 2001:237)
Σύμφωνα με την Κεντρική Επιτροπή Πολιτικών Προσφύγων ο αριθμός των παιδιών ανά χώρα ήταν ο εξής : Ρουμανία 5.132, Τσεχοσλοβακία 4.148, Πολωνία 3.590, Ουγγαρία 2.859, Βουλγαρία 672, Σοβιετική Ένωση 1.128, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας 1.300, συνολικά 18.829 παιδιά.
Όσον αφορά τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών της υπερορίας, οι Έλληνες δάσκαλοι ανελάμβαναν να διαμορφώσουν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης στους μαθητές, σύμφωνα με οδηγίες του Κομουνιστικού Κόμματος.  Εάν οι δάσκαλοι δεν ακολουθούσαν την κομματική  γραμμή, απομακρύνονταν από τα καθήκοντά τους και κάποιες φορές «στέλνονταν στα εργοστάσια για να αποκτήσουν προλεταριακή συνείδηση».( Γκαγκούλιας, 2004:123-124) Στους μαθητές καλλιεργούνταν η πεποίθηση πως θα γύριζαν σύντομα στην Ελλάδα για να την «απελευθερώσουν» και τους καλούσαν να διαβάζουν και να μοχθούν, για την «σοσιαλιστική ανοικοδόμηση» της πατρίδας τους.

Η επιστροφή των παιδιών στις εστίες τους

Το θέμα της επιστροφής των παιδιών στις οικογένειές τους χρησιμοποιήθηκε και από τις δύο πλευρές για να ασκηθούν πολιτικές πιέσεις.  Η εκμετάλλευση του θέματος των παιδιών για την επίτευξη των πολιτικών σχεδίων της κάθε πλευράς έκανε το έργο της επιστροφής των παιδιών ακόμη πιο δύσκολο.
Όσον αφορά τα παιδιά των παιδοπόλεων της Φρειδερίκης, η επιστροφή τους στην οικογενειακή στέγη ήταν προβληματική λόγω πολιτικών επιπλοκών.  Η Επιτροπή του Εράνου αποφάσισε ότι θα μπορούσαν να επιστρέψουν όλοι οι τρόφιμοι, εκτός από εκείνους που ήταν ορφανοί και από τους δύο γονείς ή «των προς τούτοις εξομοιουμένων», δηλαδή τα παιδιά των οποίων οι γονείς ήταν αντάρτες εντός ή εκτός Ελλάδας, εξόριστοι ή φυλακισμένοι, οι οποίοι θεωρούνταν από τον Έρανο νεκροί.  Με λίγα λόγια, θεωρούνταν ορφανά και τα παιδιά που οι γονείς τους ζούσαν, αλλά είχαν διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις από την επικρατούσα εθνικόφρονη κυβέρνηση.  Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα παιδιά των εξόριστων και των φυλακισμένων ήταν «ανέστια», θεωρήθηκε αδικαιολόγητη η παρακράτηση των παιδιών, των οποίων οι γονείς ήταν μέλη του ΔΣ στο παρελθόν και ζούσαν, εφόσον η εμφύλια διαμάχη είχε σταματήσει.  Για την κράτηση των παραπάνω παιδιών είχε συνεχιστεί η λειτουργία 13 από τις 53 παιδοπόλεις.(Βερβενιώτη, 2004:118-119)  Στις 24 Ιουνίου του 1950 έγινε η «τελετή επαναπατρισμού» στην πλατεία Συντάγματος.  Σύμφωνα με στοιχεία του Βασιλικού Ιδρύματος, ο αριθμός των παιδιών που επέστρεψαν ήταν 15.000, δηλαδή περίπου τα μισά παιδιά.(Σέρβος, 2001:148)
Ο επαναπατρισμός των παιδιών που είχαν μετακινηθεί στις ανατολικές χώρες  ήταν δυσκολότερος, εξαιτίας της διεθνούς πολιτικής εμπλοκής.  Η πρώτη αποστολή από 21 παιδιά έφτασε στην Ελλάδα στις 23 Νοεμβρίου 1950.  Μέχρι το 1952 είχαν επιστρέψει περίπου 500 παιδιά, όλα από τη Γιουγκοσλαβία, εξαιτίας της σύγκρουσης Τίτο-Στάλιν.  Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄50 επέστρεψαν και άλλα παιδιά από χώρες της σοσιαλιστικής επιρροής, αλλά ο συνολικός αριθμός παραμένει άγνωστος.  Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα παιδιά παρέμειναν στις λαϊκές δημοκρατίες και τη Σοβιετική Ένωση, μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς πρόσφυγες.(Βερβενιώτη, 2004:119-120)
Τα παιδιά των παιδουπόλεων φαίνεται πως προσαρμόστηκαν ευκολότερα από τα προσφυγόπουλα, καθώς οι αξίες με τις οποίες είχαν διαπαιδαγωγηθεί ήταν συμβατές με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που συνάντησαν στην επιστροφή τους. Συχνά έτρεφαν αρνητικά αισθήματα προς τους «κομμουνιστές – προδότες» γονείς τους.
Τα περισσότερα παιδιά των φυλακισμένων γυναικών έσμιγαν με τις μητέρες τους μετά την αποφυλάκισή τους.  Τα δύο τρίτα των παιδιών της φυλακής μεγάλωσαν χωρίς  πατέρα, είτε γιατί είχε πεθάνει ή επειδή ήταν στην εξορία, στη φυλακή ή αγνοούμενος.    Οι γονείς που αποφυλακίζονταν ή επέστρεφαν από την εξορία συναντούσαν μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα κατά την ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό, και αυτό φαίνεται να δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις τους με τα παιδιά τους. Σε πολλές περιπτώσεις, είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως η ζωή τους είχε καταστραφεί, εξαιτίας των πολιτικών ιδεών των γονιών τους.(Mazower, 2004:114-116)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.    Baerentzen,L.(1992). Το παιδομάζωμα και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας, Μελέτες για τον εμφύλιο πόλεμο 1945-1949. Αθήνα: Ολκός.

2.    Βερβενιώτη,Τ.(21/11/1999). Ορφανοί και ανέστιοι. Η Καθημερινή : Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα :1945-1950, 22-24.

3.    Βερβενιώτη,T.(2004). Περί ¨παιδομαζώματος¨ και ¨παιδοφυλάγματος¨ ο Λόγος ή τα παιδιά στη δίνη της εμφύλιας διαμάχης:Ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού: 1770-2000.Ελληνικά Γράμματα.

4.    Vervenioti,T.(2002). Charity and Nationalism : The Greek Civil War and the Entrance of Right-Wing Women into Politics. New York and London: Routledge.

5.    Γκαγκούλιας,Γ.(2004). Παιδομάζωμα.. Αθήνα: Ιωλκός.

6.    Mazower,M.(2004). Μετά τον Πόλεμο : Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960.Αλεξάνδρεια.

7.    Σέρβος,Δ.(2001). Το παιδομάζωμα και ποιοι φοβούνται την αλήθεια. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Αναδημοσίευση από http://www.24grammata.com/?p=42475


Αφιέρωμα του περιοδικού Αρχειοτάξιο στον Εμφύλιο

$
0
0
ΑΡΧΕΙΟΤΑΞΙΟ ΤΕΥΧΟΣ 2 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2000
ΑΡΧΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Περιεχόμενα

Από το Αρχειοτάξιο
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Άννα Ματθαίου - Πόπη Πολέμη "Οι διεθνείς σχέσεις της Δημοκρατικής Ελλάδας μέσα στο 1948" : μια έκθεση του Πέτρου Ρούσσου
Φίλιππος Ηλιού Ένα υπόμνημα του Κώστα Κουλουφάκου για την Επιθεώρηση Τέχνης : κομματική διανόηση και κομμουνιστική ανανέωση
Ηλίας Νικολακόπολος Δημοτικές εκλογές 1964
Άγγελος Ελεφάντης 1947: Ανταρτόπληκτοι, μια μέρα
ΑΡΧΕΙΟΛΟΓΗΜΑΤΑ
Ευδοκία Ολυμπίτου Το Αρχείο του Αντώνη Μπριλλάκη
Σία Αναγνωστοπούλου Η Κύπρος και το Κυπριακό πρόβλημα στα ΑΣΚΙ
ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ
Χριστίνα Αγριαντώνη Βιομηχανικά αρχεία και ιστορία του εργατικού κινήματος
Ιωάννα Παπαθανασίου Και πάλι για τα "σοβιετικά αρχεία" : συλλογές τεκμηρίων και σιωπές των αρχείων για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο
Θανάσης Δ. Σφήκας Τα βρετανικά αρχεία και ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος
Τασούλα Βερβενιώτη - Ουρανία Παπαδοπούλου Η Λίγκα για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα και το αρχείο της
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Σπ. Ι. Ασδραχάς Η μαρτυρία της Βίργως Βασιλείου
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Γιώργος Μαργαρίτης Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος και η ιστορία του το "επετειακό" 1999
Στρατής Μπουρνάζος Οι εμφύλιοι στην Ευρώπη του 20ου αιώνα
ΧΡΟΝΙΚΟ Το ημερολόγιο των ΑΣΚΙ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Από τη βιβλιοθήκη των ΑΣΚΙ


Το περιοδικό μπορείτε να το διαβάσετε εδώ http://askiweb.eu/images/Archeiotaxio/Archeiotaxio2.pdf

Ο Δεκέμβρης του '44 και ο βρετανικός παράγοντας

$
0
0
Του ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
Ο Αρης Βελουχιώτης, στη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία,
είχε προτείνει την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα

Θα μπορούσε η απελευθερωμένη Ελλάδα να αποφύγει την ένοπλη αντιπαράθεση τον Δεκέμβρη του
'44; Επιχείρησε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ -και κατά συνέπεια το ΚΚΕ, που αποτελούσε και τη μεγαλύτερη δύναμη στον αντιστασιακό συνασπισμό- να ρίξει την κυβέρνηση και να καταλάβει την εξουσία;

Μέχρι σήμερα τα ερωτήματα αυτά αποτελούν αντικείμενο δημόσιας αντιπαράθεσης, παρ'ότι η πλειονότητα των σύγχρονων ιστορικών συμφωνούν σε κάποια δεδομένα, όπως στη διαπίστωση ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα «δόθηκε» στους Βρετανούς από τον Στάλιν κατά τη συνάντηση των ηγετών των συμμαχικών χωρών στη Μόσχα, οι Βρετανοί θα κατέφευγαν σε κάθε δυνατό μέτρο για να καταστήσουν την κυριαρχία τους αναμφισβήτητη. Ηδη ο Τσόρτσιλ είχε ξεκάθαρη άποψη για το διεθνές μεταπολεμικό σκηνικό, όταν είχε εκμυστηρευθεί: «Η μοιρασιά που συμφωνήσαμε στη Μόσχα (Οκτώβριος του '44) τον συμφέρει (τον Στάλιν). Θα εγκαταλείψει τους δικούς του στην Ελλάδα στην τύχη τους για χάρη των γενικότερων σχεδίων του...» (αναφορά Γ. Ιατρίδη στο «Επισκόπηση της αγγλόφωνης ιστοριογραφίας»).

Οι Βρετανοί στην Κατοχή

Η επιρροή που ασκούσε η Βρετανία στα ελληνικά πράγματα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ολοκληρωτικός έλεγχος. Ο θεσμός που εγγυάτο αυτό τον έλεγχο ήταν η μοναρχία. Μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την κατάρρευση του Μετώπου, οι Βρετανοί μετέφεραν στη Μέση Ανατολή τον μονάρχη, την κυβέρνησή του και τα στελέχη που θεωρούσαν ότι θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ρόλο.

Η μεγάλη απειλή για τα βρετανικά συμφέροντα στην Ελλάδα υπήρξε η ανάδυση, μέσα στις συνθήκες της Κατοχής και στο κενό εξουσίας που αυτή δημιούργησε, ενός γιγάντιου αντιστασιακού κινήματος, που ανέτρεπε όλες τις παραδοσιακές, προπολεμικές δομές και σχέσεις. Τη στιγμή της Απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους ναζί, οι αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ θα μπορούσαν να θέσουν όλη τη χώρα υπό τη διακυβέρνηση της υπαρκτής Κυβέρνησης του Βουνού, της ΠΕΕΑ, υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο, καταλαμβάνοντας έτσι ομαλά τη μετακατοχική εξουσία και δημιουργώντας τετελεσμένα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν εύκολα οι Βρετανοί και ο ελεγχόμενος απ'αυτούς Γεώργιος Παπανδρέου.

Η κύρια γραμμή στο ΚΚΕ εκείνη την κρίσιμη εποχή υπήρξε η πολιτική επιλογή της συνεννόησης και της συνδιαλλαγής με τις προπολεμικές δυνάμεις, με τις οποίες είχε έρθει σε συμφωνία στον Λίβανο και την Καζέρτα. Παρ'ότι η παραδοσιακή μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη δεν έλειπε από τους στοχασμούς της ηγεσίας, εν τούτοις η επιλογή της εκείνη τη στιγμή ήταν η δημοκρατική μετεξέλιξη της Ελλάδας και η οριστική απαλλαγή από τη μοναρχία.

Την αντίληψη της ρήξης και της στρατιωτικής σύγκρουσης εξέφρασε κυρίως ο Αρης Βελουχιώτης, ο οποίος στη σύσκεψη των καπεταναίων στη Λαμία είχε προτείνει την είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπως ακριβώς είχε κάνει ο ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία των επικεφαλής του στη Μακεδονία, Ευριπίδη Μπακιρτζή και Μάρκου Βαφειάδη. Η ηγεσία του ΚΚΕ απέρριψε την πρόταση του Βελουχιώτη και επέλεξε το δρόμο που είχαν ορίσει οι ίδιοι οι Βρετανοί. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου στο βιβλίο του «Δούρειος Ιππος» για το μεγάλο του αντίπαλο: «Ο Βελουχιώτης ήταν ο κατ'εξοχήν ανεγνωρισμένος και ο δυναμικός αρχηγός τού ΕΛΑΣ. (...) Το αδιαφιλονίκητο γόητρο του στις τάξεις του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ τον έφερεν ως τον ενδεχόμενο αντίπαλο του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, του οποίου δεν ήτο μέλος. Εξηρτάτο από αυτόν να αγνοήσει τις αποφάσεις του τελευταίου ή και να το ανατρέψει. Με τον Μάρκο στη Μακεδονία, τον Ορέστη στην Αττική, αλλά και μόνος, ήταν σε θέση να δώσει μία άλλη τροπή και εξέλιξη στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αντίθετη από αυτήν που ήταν στη σκέψη της ηγεσίας του ΚΚΕ...».

Παρ'όλες τις κατηγορίες των αντιπάλων του, το ΚΚΕ δεν είχε επιλέξει το δρόμο της σύγκρουσης και πολύ περισσότερο τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Την εκτίμηση αυτή είχε διατυπώσει από το 1945 ο Κρις Γουντχάουζ, ένας από τους καλύτερους γνώστες τόσο της βρετανικής πολιτικής όσο και της ελληνικής Αντίστασης. Ο Γουντχάουζ υποβαθμίζει στα κείμενά του την επιρροή ξένων κέντρων στη συμπεριφορά του ΚΚΕ. Θεωρεί ότι κινήθηκε προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής σύγκρουσης, μόνο όταν οι Βρετανοί και οι ελληνικές αντικομμουνιστικές δυνάμεις απέκλεισαν κάθε άλλο δρόμο...


* Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός http://kars1918.wordpress. com/

Αναδημοσίευση από http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=405722

Οι απόρρητες οδηγίες του Ν. Ζαχαριάδη και του Γ. Ιωαννίδη προς τον Μ. Βαφειάδη για το χαρακτήρα και τους στόχους του Δημοκρατικού Στρατού (17/4/1947)

$
0
0
Το ντοκουμέντο αυτό βρίσκεται στο "Αρχείο ΚΚΕ - ΑΣΚΙ" - με αριθμό αρχειοθέτησης Κ147 Φ: 7/34/35. "Ν."είναι ο Ν. Ζαχαριάδης και "Διονύσης"ο Γ. Ιωαννίδης.

----

Αριθ. 91

Μάρκον

απολύτως εμπιστευτικόν

Αρχίζω.

Σε μια δύσκολη και υπεύθυνη στιγμή που λαϊκό κίνημα περνά, βρίσκεσαι επικεφαλής ΔΣΕ. Στιγμή δύσκολη και υπεύθυνη πρώτο γιατί λαϊκό κίνημα χώρας έχει ν'αντιμετωπίσει Αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό που δίνει βοήθεια μοναρχοφασισμό.

Δεύτερο γιατί αποστολή ΔΣΕ είναι ν'αποκαταστήσει Ελλάδα λαϊκή Δημοκρατική εσωτερική τάξη και εθνική ανεξαρτησία. Καθοδήγηση ΔΣΕ ποτέ δεν πρέπει ξεχνά βασική αυτή αποστολή ΔΣΕ και κάθε ενέργεια πολιτική και στρατιωτική πρέπει υποτάσσει σ'αυτήν.

Δύο είναι κεντρικά πολιτικοστρατιωτικά προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει η ανώτατη καθοδήγηση ΔΣΕ.

Πρώτο: Ο συσχετισμός δυνάμεων στη χώρα όσο και Βαλκάνια και Ευρώπη επιτρέπει στο ΔΣΕ να λύσει με επιτυχία τη βασική αποστολή του;

Δεύτερο: Ποιο συγκεκριμένο δρόμο πολιτικά και στρατιωτικά πρέπει ν'ακολουθήσει ΔΣΕ για να τα βγάλει αποτελεσματικά πέρα στην αποστολή του;

Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα δίνουν τα γεγονότα τόσο καιρό κατοχής όταν εθνική αντίσταση με ηγεσία ΕΑΜ συγκέντρωσε τεράστια πλειοψηφία λαού όσο και μεταδεκεμβριανή περίοδο οπότε ο μοναρχοφασισμός παρ'όλη βοήθεια ξένων δεν μπόρεσε συντρίψει λαϊκό δημοκρατικό κίνημα

Ας μην ξεχνάμε ότι κίνημά μας σαν αναπόσπαστο κομμάτι απ'το βαλκανικό, ευρωπαϊκό, και παγκόσμιο δημοκρατικό και σοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει σ'αυτό σοβαρή υποστήριξη, ηθική και υλική ενώ παράλληλα οι αντιθέσεις του ιμπεριαλισμού αυξάνουν.

Ετσι η απάντηση στο πρώτο κεντρικό μας πρόβλημα είναι θετική. Ο συσχετισμός των δυνάμεων τοπικά και γενικότερα δείχνει ότι ο ΔΣΕ, αδιάρρηκτο και πρωτοπόρο ένοπλο τμήμα λαού σε αδιάρρηκτη σύνδεση και ενότητα μαζί του μπορεί να λύσει με επιτυχία τη βασική του αποστολή.

[To] δεύτερο πρόβλημα συγκεντρώνει μια σειρά γενικά πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα καθώς και θέματα με τρέχουσα επικαιρότητα και άμεση επιτακτικότητα.

ΕΝΑ - Πολιτικά ο ΔΣΕ σε δύο βασικά ζητήματα πρέπει παντού και πάντοτε να δείχνει έντονα πρόσωπό του και καθάρια γραμμή του. Εθνική ανεξαρτησία και Λαϊκή Δημοκρατία. Αυτά αποτελούν την πολιτική του δύναμη. Η ακτινοβολία τους στο λαό είναι αποφασιστική.

Στις περιοχές που ελέγχει ΔΣΕ τα ζητήματα αυτά πρέπει να βρίσκουν πρακτική έκφραση και λύση. Στις περιοχές αυτές η κρατική δημοκρατική διάρθρωση πρέπει να παίρνει συγκεκριμένη μορφή με βάση τις λαϊκές επιτροπές και ν'αντιμετωπίζονται άμεσα και συγκεκριμένα τα ζωτικά λαϊκά προβλήματα, πρώτα απ'όλα η απονομή λαϊκής δικαιοσύνης, φορολογική πολιτική, εκπαιδευτικό και πολιτιστικό τομέα, οργάνωση νεολαίας και γυναίκας σύμφωνα με πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας βασισμένης και σχετική πείρα κατοχής.

ΔΥΟ - Ολα ζητήματα σημείου ένα αποτελούν μόνο την αρχή. Η ζωή και οργανικές ανάγκες κινήματος αναγκάζουν πάμε πάρα πέρα. ΔΣΕ πρέπει έχει συγκεκριμένο πρακτικό πρόγραμμα λαϊκοδημοκρατικής ανασυγκρότησης περιοχής που ελέγχει. Εδώ πρώτη γραμμή προβάλει αγροτικό ζήτημα που πολιτική του σημασία είναι τεράστια και ο ΔΣΕ πρέπει να το λύσει σύμφωνα με πρόγραμμα Λαϊκής Δημοκρατίας και ανάλογα με συγκεκριμένες τοπικές συνθήκες. Στον τομέα ανοικοδόμησης πρέπει γίνεται δουλιά όσο επιτρέπουν περιστάσεις έστω και περιορισμένα στο ελάχιστο.

ΤΡΙΑ - Αποφασιστικό όπλο παραμένει για ΔΣΕ η πολιτική λαϊκής ενότητας και συμφιλίωσης που πρέπει στη ζωή και με έργα να εφαρμόζεται θετικά, πλατιά, δημιουργικά. Λάθη και διαστρεβλώσεις εδώ θα μας δημιουργούν πρόσθετες δυσκολίες.

ΤΕΣΣΕΡΑ - Ο ΔΣΕ πρωταγωνιστής για εθνική ελευθερία και ανεξαρτησία πρέπει να έχει ξεκαθαρισμένη γραμμή στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις ξενικής επέμβασης με έντονη υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων λαού σύμφωνα με εθνική αξιοπρέπεια και απαραίτητη πολιτική ελαστικότητα κάθε φορά που πολιτική αναγκαιότητα επιβάλλει.

Περνάμε τώρα στα ειδικότερα στρατιωτικά ζητήματα:

Σκοπός ΔΣΕ είναι απελευθερώσει Ελλάδα από ξενική κατοχή και μοναρχοφασισμό και εγκαθιδρύσει λαϊκό δημοκρατικό καθεστώς.

Γι'αυτό είναι καιρός ΔΣΕ απαλλαγεί από πρωτογονισμό, εμπειρισμό και το ανταρτίστικο πνεύμα, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ολόκληρο και να προσαρμόσει και την πρακτική πολεμική δράση προς τον κύριο σκοπό.

Ο ΔΣΕ πρέπει δίπλα στη γενική πολιτική γραμμή να ξεκαθαρίσει και τα προβλήματα της στρατηγικής του έτσι που να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τη γενική πολιτική επιδίωξη.

Αυτό απαιτεί να καθοριστεί κατεύθυνση βασικής στρατηγικής επιδίωξης ΔΣΕ σήμερα, που θα προκαθορίσει και τη συστηματοποίηση, ενοποίηση και συγκέντρωση όλων επιμέρους προσπαθειών και επιδιώξεών του.

Ο εχθρός στηριζόμενος και εξωτερική βοήθεια για κύρια επιδίωξη σήμερα έχει:

Να κρατεί και ελέγχει βασικά κέντρα και αρτηρίες χώρας μας.

Να περιορίσει ΔΣΕ μόνο σε ορεινές περιοχές.

Ετσι να τον αποκόψει απ'τα βασικά κέντρα εφοδιασμού και του δημιουργήσει σοβαρές δυσκολίες στη διατήρησή του σαν μαζικού και συγκεντρωτικά συγκροτημένου αξιόμαχου οργανισμού. Παρατείνοντας κατάσταση σε μάκρος να τον ξεφτίσει και διαλύσει σαν υπολογίσιμη δύναμη.

Τις επιδιώξεις αυτές του εχθρού ο ΔΣΕ και η καθοδήγησή του πρέπει να δουν, να μελετήσουν για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.

Για να ματαιωθεί εχθρικό σχέδιο πρέπει ΔΣΕ προχωρήσει εκπλήρωση βασικού προορισμού του, μετατρέποντας σημερινό ανταρτοπόλεμο σε τακτικό πόλεμο με άμεση επιδίωξη τη δημιουργία ελεύθερης περιοχής όχι μόνο σε ορεινές περιοχές, μα σε βασικές απ'την οικονομικοπολιτική σημασία τους περιφέρειες.

Είναι αυτονόητο ότι η μετατροπή σε τακτικό στρατό του σημερινού αντάρτικου και η ανάλογη πολεμική του δράση αφορά το ΔΣΕ που υπάρχει και δρα στις περιοχές της ενιαίας Ελεύθερης Ελλάδας. Στις περιοχές που κατέχει ο εχθρός ο αγώνας διεξάγεται από αντάρτικες ομάδες για να εξασφαλίζεται η ευκινησία και ο ανταρτοπόλεμος.

Τα γεγονότα δείχνουν ότι η περιφέρεια που για τον εχθρό αποτελεί το πιο αδύνατο και νευραλγικό σημείο και που για το λαϊκοδημοκρατικό κίνημα συγκεντρώνει ευνοϊκές πολιτικοκοινωνικές προϋποθέσεις είναι η Μακεδονία και Θράκη με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.

Ετσι από αυτά τα πράγματα σήμερα βασική επιδίωξη ΔΣΕ είναι κατάληψη θεσσαλονίκης που θα φέρει αποφασιστική αλλαγή στην κατάσταση και θα λύσει βασικά όλο το πρόβλημά μας.

Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου αντικειμενικού σκοπού είναι δυνατή κάτω από δύο προϋποθέσεις:

Πρώτο: Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ συνεχίζοντας αδιάκοπα και ακούραστα τη φθορά και αποσύνθεση των αντίπαλων δυνάμεων θα φέρει τη φθορά αυτή σε τέτοιο σημείο ώστε όταν δοθεί το χτύπημα για τη Θεσσαλονίκη η εξάντληση των εχθρικών δυνάμεων να έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο και η δυνατότητα αντίπραξης να περιοριστεί στο ελάχιστο.

Δεύτερο: Για να διεξαχθεί με επιτυχία τέτοια επιχείρηση πρέπει το Γεν. Αρχ. να προετοιμάσει, εξασκήσει και εφοδιάσει τις εμπειροπόλεμες εφεδρικές δυνάμεις που θα μείνουν όξω απ'τις άλλες επιχειρήσεις και με βάση ένα καλά δουλεμένο επιτελικό σχέδιο θα διεξαγάγουν το αιφνιδιαστικό χτύπημα ενάντια στη Θεσσαλονίκη που βασικά πρέπει να κρίνει και την τύχη για όλη τη Θράκη και Μακεδονία ίσως και την Ηπειρο και θα απωθήσει το θέατρο επιχειρήσεων προς Θεσσαλία και Στερεά.

Η αντικειμενική εξέταση πραγματικότητας πείθει ότι για το λαϊκό δημοκρατικό κίνημα και το ΔΣΕ υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για ν'αποβλέψουν σε τέτοιους αντικειμενικούς σκοπούς.

Το πρωταρχικό είναι ο ΔΣΕ από σύνολο αντάρτικων ομάδων να δημιουργηθεί σε τακτικό στρατό. Μερικές υποδείξεις πάνω σ'αυτό.

Πρώτο: Ο ΔΣΕ και το ΓΑ πρέπει ν'αποχτήσουν επιτελικό επιστημονικό εγκέφαλο και το ΓΑ με άμεση ζωντανή επαφή να είναι πάντα εν γνώσει της κατά τόπο πραγματικής κατάστασης για να εξασφαλίζει ενότητα δράσης ΔΣΕ.

Δεύτερο: Το ΓΑ στηριζόμενο βασικά στις δικές του δυνάμεις να λύσει θαρραλέα με δίχτυ σχολών το πρόβλημα στελεχών, προωθώντας αδίσταχτα κάθε αξία και ταλέντο χωρίς να επηρεάζεται από γραφειοκρατικούς τύπους.

Τρίτο: Να λύσει το ζήτημα των εφεδρειών βασικά κάτω απ'το φως της προετοιμασίας του βασικού χτυπήματος κατά Θεσσαλονίκης.

Τέταρτο: Να αναπτύξει πολιτική δουλιά στο ΔΣΕ ώστε να δώσει στον κάθε άνδρα πολιτική σαφήνεια και αυτοπεποίθηση.

Πέμπτο: Να λύσει έτσι το ζήτημα του εφοδιασμού ώστε και τις ανάγκες να ικανοποιεί και να μη δημιουργεί οξείες αντιθέσεις με τον αγροτικό κυρίως πληθυσμό.

Έκτο: Εξαιρετική σημασία έχει η οργάνωση του δικτύου πληροφοριών.

Έβδομο: Το ΓΑ και την πολιτική ηγεσία του πρέπει σοβαρά να απασχολήσει η οργάνωση της διαβρωτικής δουλιάς στις γραμμές των ενόπλων δυνάμεων του εχθρού.

Αποφασιστικό σημείο εδώ η σωστή γραμμή ενότητας και συμφιλίωσης προς όλους τους άνδρες των ενόπλων δυνάμεων.

Θεωρήσαμε σκόπιμο να συγκεντρώσουμε στα παραπάνω την προσοχή σου που είναι βασικά για την ανάπτυξη και την επιτυχία του αγώνα μας.

Τα παραπέρα ζητήματα εφαρμογής και δράσης είναι δικά σου και δικά σας.

Εμείς κάνουμε ό,τι πρέπει για το ανώτατο δυνατό όριο του υλικού εφοδιασμού του ΔΣΕ.

Για ό,τι χρειάζεσαι να απευθύνεσαι χωρίς δισταγμό σε μας.

Φυσικά πριν καταλήξετε σε συγκεκριμένες οριστικές αποφάσεις στα παραπάνω πρέπει να μας κρατάς ενήμερους για όλη την επεξεργασία των ζητημάτων αυτών και την αποκρυστάλλωση των αποφάσεών σας.

Γεια χαρά

Ν. και Διονύσης

17/4/47

Ανεκτίμητο φωτογραφικό αρχείο για το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΦΩΤΟ) Το αρχείο του Απόστολου Μουσούρη, οπερατέρ του ΔΣΕ, παραδόθηκε από την οικογένειά του στην ΚΕ του ΚΚΕ

$
0
0



Ένα ανεκτίμητης αξίας φωτογραφικό υλικό παραδόθηκε στην ΚΕ του ΚΚΕ, για να συμπληρώσει τα υλικά του Αρχείου του ΚΚΕ και ειδικότερα την περίοδο δράσης του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όπως επίσης και τη ζωή στην προσφυγιά.

Πρόκειται για το αρχείο (σε πρωτότυπα φωτογραφικά φιλμ) του Απόστολου Μουσούρη, οπερατέρ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το οποίο δώρησε στο Αρχείο του ΚΚΕ η οικογένειά του με την επισήμανση ότι το έργο του Απόστολου αφιερώνεται σε όλους τους αφανείς ήρωες που αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο και ειδικότερα στους πολιτικούς πρόσφυγες των σοσιαλιστικών χωρών και τα παιδιά τους.

Ανταπόκριση απ'το βουνό
Ο Απόστολος Μουσούρης, έχοντας πάρει μέρος ως κινηματογραφιστής στις μάχες του Γράμμου (1948, 1949) και Βίτσι (1949), αποτύπωσε εικόνες ανεκτίμητης αξίας. Εικόνες που αποτελούν ντοκουμέντα ιστορικά, αδιαμφισβήτητα και αδιάβλητα συνάμα. Με την αμεσότητα της κινηματογραφικής του μηχανής, τεκμηριώνει την ιστορική αλήθεια, εμπνέοντας τις νέες γενιές των κομμουνιστών.

Μια πρώτη «ανάγνωση» του υλικού, που αποτελείται από χιλιάδες εικόνες, εκπλήσσει για τον πλούτο που περιέχει. Μέσα από μια εξαιρετικά ανθρωποκεντρική ματιά, ο Απόστολος μάς παραδίδει εικόνες από την καθημερινότητα των ανθρώπων στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, λεπτομέρειες από τη ζωή των μαχητών του ΔΣΕ, καταγραφές μαχών, στιγμιότυπα από την εκπαίδευση, έως και τοπογραφικής αξίας φωτοαποτυπώσεις, έτσι που ο σημερινός νέος αγωνιστής να μπορεί να προσεγγίσει όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά στιγμές που έχουν περάσει στις χρυσές σελίδες του επαναστατικού κινήματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας μας.

Στη σχολή Αξιωματικών του ΔΣΕ
Με αφορμή και το γεγονός ότι σήμερα (15 Ιούνη 2014) συμπληρώνονται 18 χρόνια από το θάνατο του Απόστολου Μουσούρη, παραθέτουμε ένα πολύ μικρό δείγμα από αυτό το αρχείο, το οποίο έχει ήδη πάρει το δρόμο για την ψηφιοποίηση και την απόδοσή του ευρύτερα.

Με όπλο του την κάμερα

Ο Απόστολος Μουσούρης γεννήθηκε στη Σύρο το 1917. Ο πατέρας του, Θανάσης, ήταν
εκπαιδευτικός και η μητέρα του, Μαρία, αρκετά μορφωμένη. Οικογένεια σχετικά ευκατάστατη, αποτελούμενη από 3 παιδιά, τον Απόστολο και δύο κόρες ακόμα.

Ο πατέρας του ήταν φίλος με το μεγάλο δάσκαλο, κομμουνιστή Δημήτρη Γληνό. Η φιλία αυτή έμελλε να είναι καθοριστική και στη ζωή του Απόστολου. Στο πατρικό σπίτι της οικογένειας, στην Αθήνα, ο Γληνός, μετά την εξορία του στη Σαντορίνη, κρύβεται μέχρι και το θάνατό του. Ο νεαρός τότε Απόστολος - σχεδόν παιδί - θαυμάζει την πλούσια φυσιογνωμία του, εμπνέεται από τα λόγια του. Γνωρίζει το Κόμμα μέσα από τον Γληνό, αρχικά το συμπαθεί, έπειτα οργανώνεται στις γραμμές του. Η γνωριμία με αυτόν τον σπουδαίο διανοητή, που πάλευε για την αλλαγή του κόσμου, αφήνει βαθιά ίχνη στην ψυχή του Μουσούρη.

Ο Απόστολος, παρόλο που, από μικρός είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, μπήκε στη Νομική Σχολή Αθηνών και μάλιστα αποφοίτησε. Βέβαια, του ήταν εντελώς αδιάφορο το πτυχίο μιας και η μεγάλη του αγάπη ήταν ο κινηματογράφος. Συγκεκριμένα, η φωτογραφία. Ωστόσο, για χάρη του πατέρα του, έστω στα χαρτιά, υπήρξε δικηγόρος. Παράλληλα με τις σπουδές του, πήγαινε και εργαζόταν εθελοντικά στο κινηματογραφικό στούντιο της «Φίνος Φιλμ». Έμαθε την τέχνη του οπερατέρ και αυτό ήταν τελικά που ακολούθησε στην υπόλοιπη ζωή του. Ο Μουσούρης συμμετείχε ενεργά στην παραγωγή της «Φίνος» «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται».

Ο Μουσούρης, μετά το πανεπιστήμιο, εργάστηκε στο τότε υπουργείο Εφοδιασμού. Οργανώθηκε στην εκεί ΚΟΒ του ΚΚΕ και στις 2 μεγάλες υπαλληλικές απεργίες που ξέσπασαν (1943 - 1944) ήταν μέλος της απεργιακής επιτροπής.
Με το παράσημο «Γράμμος»
στο πέτο και στην «καρφίτσα»
χαραγμένο:
ΔΝΕ (Δημοκρατική Νεολαία Ελλάδας)

Το 1944, μετά την απελευθέρωση, άνοιξε το πρώτο του φωτογραφικό κατάστημα - εργαστήριο, δίχως να αφήσει την ενασχόληση με τον κινηματογράφο.

Υπήρξε μέλος στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στη μάχη του Δεκέμβρη του 1944 συμμετείχε με τη χρέωση του πολεμικού ανταποκριτή - κινηματογραφιστή.

Το 1948 κατατάχτηκε στον ηρωικό Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Υπηρέτησε στη διαφώτιση του Γενικού Αρχηγείου. Είχε το βαθμό του λοχαγού και πήρε τα μετάλλια «Γράμμος» και «Ελλάς». Ο Απόστολος ήταν ο υπεύθυνος του εκεί κινηματογραφικού - φωτογραφικού συνεργείου. Το συνεργείο αυτό κινηματογραφούσε επίκαιρα από τη ζωή και τη δράση του ΔΣΕ και γενικότερα αποτύπωνε πάνω σε φιλμ την καθημερινότητα των μαχητών και μαχητριών.
Πολυβολείο με τις χαρακτηριστικές
έξι σειρές κορμών για σκέπαστρο

Εκείνη την περίοδο, οι βομβαρδισμοί των ιμπεριαλιστών δε λογάριαζαν ούτε τα σχολειά ούτε τα παιδιά που ήταν μέσα, ούτε τα χωριά με τους αμάχους στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Οι διεθνείς οργανισμοί προστασίας του παιδιού αδιαφορούσαν, όμως το ζήτημα της σωτηρίας αυτών των παιδικών ψυχών έμπαινε αντικειμενικά. Τότε, διάφορες οργανώσεις από τις Λαϊκές Δημοκρατίες αναλαμβάνουν να φιλοξενήσουν τα παιδιά και στέλνουν επιστολές στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, ώστε να τους κάνουν γνωστή αυτή τους την απόφαση. Πράγματι, το Μάρτη του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποφασίζει να μεταφερθούν τα παιδιά στις Λαϊκές Δημοκρατίες, με δεδομένο ότι οι ίδιοι οι γονείς των περιοχών που βομβαρδίζονται έχουν
κάνει εκκλήσεις για τη σωτηρία τους.

Παράλληλα, ξεκινάει η απροκάλυπτη μοναρχοφασιστική προπαγάνδα περί «παιδομαζώματος», η οποία εκτός των άλλων στόχευε στο να κρύψει το πραγματικό παιδομάζωμα στα στρατόπεδα της Φρειδερίκης. Το ανθρωπιστικό αυτό έργο, της μεταφοράς των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έφερε σε πέρας ο ΔΣΕ και αποτυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας». Ο Απόστολος Μουσούρης ήταν ο διευθυντής φωτογραφίας σε αυτήν την παραγωγή. Το γύρισμα αυτού του ντοκιμαντέρ - ταινίας αποφασίστηκε από το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ και αποσκοπούσε στην αντικειμενική ενημέρωση του ελληνικού λαού για το σχέδιο που θα εφάρμοζε για τα παιδιά αυτά, ώστε να αποκρούσει την αντιδραστική προπαγάνδα των αστικών επιτελείων και των συμμάχων τους. Στο συνεργείο συμμετείχαν, επίσης, ο Γιώργης Σεβαστίκογλου και ο Μάνος Ζαχαριάς.
Eκπαίδευση στο αντιαεροπορικό

Ο Μουσούρης έζησε μετά το τέλος των μαχών στο Ουζμπεκιστάν (Τασκένδη). Εργάστηκε ως εργάτης σε εργοστάσια και βέβαια δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει τη μεγάλη του αγάπη, την τέχνη του οπερατέρ. Έτσι, εργάστηκε στα κινηματογραφικά στούντιο «Ουζμπέκ Φιλμς», συμμετέχοντας σε πολλές κινηματογραφικές παραγωγές. Έπειτα, μετακόμισε στη Μόσχα, όπου και εργάστηκε στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Μόσχας ως εκφωνητής. Παράλληλα, εργάστηκε και ως μεταφραστής. Μερικά από τα έργα στα οποία συνέβαλε ως μεταφραστής είναι: Η «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» καθώς και αρκετά έργα του στρατάρχη Ζούκοφ. Υπήρξε πάντα παθιασμένος με τον κινηματογράφο και παρέμεινε το μεγάλο του πάθος.
Ο Απόστολος Μουσούρης

Εφημερίδα Ριζοσπάστης http://www.rizospastis.gr/columnPage.do?publDate=15/6/2014&id=15298&columnId=342

Ο ρόλος της φυσικής γεωγραφίας στις πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου: εστιάζοντας στην Πελοπόννησο

$
0
0
Πτυχιακή εργασία του Γεώργιου Μπουκουβάλα με τίτλο Ο ρόλος της φυσικής γεωγραφίας στις πολεμικές επιχειρήσεις του ελληνικού Εμφυλίου πολέμου. Εστιάζοντας στην Πελοπόννησο που μπορείτε να διαβάσετε εδώ http://estia.hua.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/2656/1/%CE%9C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B2%CE%AC%CE%BB%CE%B1%CF%82%2c%20%CE%93%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82.pdf

 Εισαγωγή 

Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τον ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο στην Πελοπόννησο και σε ποιο βαθμό η έκβασή του επηρεάστηκε από γεωγραφικούς παράγοντες. Δεν θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι το αποτέλεσμα του εμφυλίου θα ήταν διαφορετικό με κάποιους παράγοντες διαφοροποιημένους γιατί αυτό δεν θα είχε καμία χρησιμότητα για την ιστορική αφήγηση. Αυτό που θέλει να δείξει η συγκεκριμένη εργασία είναι: α) Οι ιδιομορφίες του πελοποννησιακού χώρου σε φυσικο-γεωγραφικό αλλά και σε γεωπολιτικό επίπεδο και πώς αυτές έχουν συνέπειες σε γεω-στρατιωτικό επίπεδο στο δεδομένο χωροχρόνο και β) αν αυτές οι ιδιομορφίες, με ποιο τρόπο και πόσο έντονα κατάφεραν να επηρεάσουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Εμφυλίου, τα αποτελέσματα των μαχών και συνολικά, ποια ήταν η αλληλεπίδραση χώρου και ανθρώπων στον ελληνικό Εμφύλιο πόλεμο. Η εργασία εστιάζει στην Πελοπόννησο ειδικά, γιατί κρίνεται πως το συγκεκριμένο γεωγραφικό διαμέρισμα εμφάνισε ιδιαιτερότητες και στη γεωγραφική του διάσταση και στον πολεμικό χαρακτήρα της σύγκρουσης. Επίσης, μια τέτοια έρευνα, κρατώντας δηλαδή σαν πρώτο παράγοντα τη φυσική γεωγραφία για την ανάλυση των γεγονότων της Πελοποννήσου στον Εμφύλιο δεν έχει εκπονηθεί και εκτιμάται πως έχει στοιχεία για να προσφέρει κάτι καινούργιο στην ανάλυση του εμφύλιου πόλεμου.

Δεκέμβρης 1944 - Πώς φτάσαμε στη σύγκρουση

$
0
0
Του Σάκη Μουμτζή

Σήμερα 70 χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε, πως όσο σημαντικές ήταν οι 33 ημέρες που διήρκεσαν οι μάχες στην Αθήνα άλλο τόσο σημαντικό ήταν το δίμηνο που προηγήθηκε και που οδήγησε στη σύγκρουση. Γιατί αυτή δεν προήλθε απο τις σφαίρες της αστυνομίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στο Σύνταγμα –όπως είναι η ‘επίσημη εκδοχή, δηλαδή αυτή της Αριστεράς– αλλά ήταν προϊόν της απόφασης που ειχε πάρει η ηγεσία του ΚΚΕ στις 27 Νοεμβρίου, σε συνεδρίαση του Π.Γ. στο Αρεταίειο νοσοκομείο, όπου νοσηλευόταν ο Γ Ιωαννίδης, γραμματέας μαζί με τον Σιάντο του κόμματος. Ενδιαφέρον  λοιπόν  παρουσιάζει όλη αυτή η διαδρομή που κατάληξή της είχε αυτήν την απόφαση, δηλαδή ο ΕΛΑΣ να μην παραδώσει τα όπλα του στις 10 Δεκεμβρίου, ημερομηνία που είχε ορίσει η κυβέρνηση Εθνικης Ενότητας.

Εχει διατυπωθεί η άποψη, που είναι και η κρατούσα στο χώρο της αριστερής ιστοριογραφίας, ότι το
ΚΚΕ από το καλοκαίρι του 1944 είχε εγκαταλείψει την ιδέα για κατάληψη της εξουσίας ευθύς ως θα αποχωρούσαν οι Γερμανοί. Μάλιστα προς επίρρωση της θέσης τους επικαλούνται τη συμμετοχή του κόμματος στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τον Σεπτέμβριο του 1944, την υπογραφή της συμφωνίας της Γκαζέρτας, που ουσιαστικά ανέθετε την αρχηγία των Ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων στον Σκόμπυ, (26 Σεπτεμβρίου 1944) και την μη είσοδο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ της υπαίθρου στην Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου, όταν εγκατέλειψαν την πόλη οι κατακτητές. Δηλαδή υποστηρίζουν ότι το ΚΚΕ είχε κάνει τη στρατηγική επιλογή της αποδοχής των κανόνων της  αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και της συμμετοχής του σε όλες τις διαδικασίες που τη συνθέτουν. Στα παραπάνω οφείλω να διευκρινήσω πως στα τέλη του Οκτωβριου 1944 όλη η Ελλάδα εαμοκρατείτο και ο ΕΛΑΣ εισήλθε στη Θεσσαλονίκη παραβιάζοντας τη συμφωνία της Γκαζέρτας.

Νομίζω πως η ηγεσία του ΚΚΕ, από τις αρχές του καλοκαιριού του 1944 είχε δύο ξεκάθαρους στόχους:

1) Προσπαθούσε να ανιχνεύσει τις προθέσεις  και την πολιτική των Σοβιετικών για την Ελλάδα και

2) επεδίωκε  όλες οι εξελίξεις στη χώρα, μετά  την Απελευθέρωση, να τελούσαν υπό τον έλεγχό του κόμματος.

Να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, ο ρυθμιστής της κατάστασης. Πολύ γρήγορα οι ηγέτες του ΚΚΕ διαπίστωσαν ότι η Σοβιετική ηγεσία είχε έξω από το χώρο της επιθυμητής επιρροής της την Ελλάδα. Τα μηνύματα που είχαν πάρει ήταν πολλά αλλά το κυριότερο ήταν το γεγονός πως το Σεπτεμβριο του 1944, ο Κόκκινος στρατός αντί να κατέλθει στην Ελλάδα, κινήθηκε δυτικά κατά μήκος των ελληνικών συνόρων. Μάλιστα όταν υψηλόβαθμο  στέλεχος του κόμματος επισκέφθηκε στη Βουλγαρία τη Σοβιετική στρατιωτική ηγεσία και ζήτησε την είσοδο των Σοβιετικών στρατευμάτων στην Α. Μακεδονία, επιπλήχθηκε από το Π.Γ. γι΄ αυτή του την ενέργεια.

Το ΚΚΕ συνεπώς γνώριζε καλά τις προθέσεις του Στάλιν τον Οκτώβριο του 1944. Ηταν τόσο φανερές οι κινήσεις  του Σοβιετικού ηγέτη  ώστε δε χρειαζόταν επίσημη ενημέρωση γι΄ αυτό, ούτε ιδιαίτερη αποκωδικοποίηση των γεγονότων. Ολα ήταν ξεκάθαρα. Και το κυριότερο, στην Ελλάδα είχαν έρθει Βρετανοί στρατιώτες και ο επικεφαλής τους, με την υπογραφή και του ΚΚΕ, ασκούσε πλήρη έλεγχο επί όλων των στρατιωτικών σχηματισμών.

Ετσι η ηγεσία του ΚΚΕ είχε ως μοναδικό πλέον  στόχο την κυριαρχία του κόμματος στο εσωτερικό μέτωπο. Στρατηγική του, ο συντονισμός των βημάτων της Ελλαδας με τα βήματα που θα έκαναν οι χώρες που απελευθέρωσε ο Σοβιετικός στρατός. Κύριο όπλο σε αυτήν του την προσπάθεια είχε, την άρτια οργάνωση του κόμματος, τον ΕΛΑΣ, την  εξουσία της Πολιτοφυλακής και τη δράση της ΟΠΛΑ, αλλά συγχρόνως και την  ακτινοβολία του ΕΑΜ, που οι ηγέτες του ΚΚΕ γνώριζαν, ότι την προσέδιδαν οι Σβώλος, Τσιριμώκος και οι άλλοι σοσιαλιστές και φιλελεύθεροι αστοί.

Οταν ετέθη το θέμα των εκλογών, στις αρχές Νοεμβρίου 1944, ο Γ. Παπανδρέου κατέστησε σαφές, ότι εκλογές με αντάρτικους στρατούς δεν μπορούν να γίνουν και έθεσε δημοσίως θέμα διάλυσης τους (10 Νοεμβρίου). Η ηγεσία του ΚΚΕ βρέθηκε πλέον στο κρίσιμο σταυροδρόμι. Γνώριζε πολύ καλά ότι η παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ στερούσε από το κόμμα το βασικότερο όπλο πολιτικής ισχύος και ακύρωνε την εναλλακτική του ένοπλου αγώνα, που ήταν η κυρίαρχη μορφή πάλης των σταλινικών κομμάτων της Γ΄ Διεθνούς. Αισθανόταν λοιπόν, οι διαπαιδαγωγημένοι με το λενινιστικό μοντέλο κατάληψης της εξουσίας  ηγέτες του ΚΚΕ, ότι εγκλωβίζονταν στην κοινοβουλευτική διαδικασία και στους θεσμούς της, δηλαδή συμμετείχαν σε ένα παιχνίδι  που όχι μόνον δεν το πίστευαν αλλά και το περιφρονούσαν βαθύτατα. Επί πλέον, οι Σιάντος, Ιωαννίδης και ο Ζέβγος, η γραμματεία δηλαδή του Π.Γ., είχαν να αντιμετωπίσουν και  ένα άλλο, ίσως σοβαρότερο πρόβλημα. Διαπίστωσαν πως την απόφαση που θα έπρεπε να πάρουν για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, δεν θα μπορούσαν να την ‘περάσουν ‘ στα ανώτερα στελέχη του κόμματος, δηλαδή στα μέλη της ΚΕ , στους περιφερειακούς γραμματείς και στους καπετάνιους του ΕΛΑΣ, που ήταν ‘όλοι σκληροί και δοκιμασμένοι κομμουνιστές, οι περισσότεροι παλαιοί δεσμώτες της Ακροναυπλίας. Αποτελούσαν, αυτό που αποκλήθηκε, σκληρός πυρήνας του κόμματος. Η ηγεσία του ΚΚΕ πήρε δύο ηχηρά μηνύματα από αυτά τα στελέχη, μέσα σε τρεις μέρες, που συνέβαλαν στην τελική της θέση πως ‘τα ‘όπλα του ΕΛΑΣ, δεν παραδίδονται’. Το πρώτο ήταν η συγκέντρωση των καπετάνιων του ΕΛΑΣ στη Λαμία (17/ 11 /1944) που συγκάλεσε ο Α. Βελουχιώτης και στην οποία  οι ομιλητές τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της σύγκρουσης με τους Βρετανους και απαίτησαν το ‘ξεκαθάρισμα της αντίδρασης στην Αθήνα’.

Τελικά ο Μ Βαφειάδης, το μοναδικό μέλος της ΚΕ απο τους παρόντες, διαβλέποντας πού οδηγεί η σύσκεψη, με ένα διαδικαστικό τέχνασμα την οδήγησε σε διάλυση, ενώ ο ίδιος έσπευσε στην Αθήνα να ενημερώσει τον Σιάντο (19/ 11/1944). Την επομένη ο Μπαρτζιώτας, γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ), συγκάλεσε αχτίφ πολιτικοστρατιωτικών στελεχών Αθήνας και Πειραιά, με αντικείμενο την καλύτερη οργάνωση της επερχόμενης σύγκρουσης. Στο διήμερο αχτίφ ήταν παρών και ο Σιάντος ο οποίος ανήσυχος διαπίστωσε ότι το κλίμα συνοψιζόταν στο σύνθημα ‘ή τώρα ή ποτέ.’ Ετσι λοιπόν το ΠΓ στις 27  Νοεμβρίου και ενώ προηγουμένως είχε επέλθει συμφωνία με τον Παπανδρέου για τον τρόπο συγκρότησης του Εθνικού Στρατού, αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει από αυτήν καθώς είχε διαπιστώσει ότι αδυνατούσε πλέον να την επιβάλλει στο κόμμα, στο οποίο ήταν κοινή συνείδηση  πως η παράδοση τών όπλων του ΕΛΑΣ σήμαινε και  παράδοση της παντοδυναμίας του. Ιεράρχησαν λοιπόν  τη διατήρηση αυτής της παντοδυναμίας υπεράνω και  της συνοχής της Εαμικής συμμαχίας, γιατί ήταν γνωστό πως οι σοσιαλιστές και οι φιλελεύθεροι δημοκράτες δεν θα ακολουθούσαν το ΚΚΕ στο δρόμο της σύγκρουσης. Οπως και έγινε. Μετά τα Δεκεμβριανά ουσιαστικά διαλύθηκε και το ΕΑΜ.

Την 1η  Δεκεμβρίου 1944 η ανασυσταθείσα ΚΕ του ΕΛΑΣ –που σήμαινε ότι ο ΕΛΑΣ πλέον δεν ευρίσκετο υπό τις διαταγές της Ελληνικής κυβερνήσεως με απόφαση του ΚΚΕ– εξέδωσε συγκεκριμένες οδηγίες δράσης προς συγκεκριμένες μονάδες του ΕΛΑΣ, για προσβολή συγκεκριμένων κυβερνητικών στόχων. Συνεπώς οι σφαίρες και οι νεκροί της 3ης Δεκεμβρίου συνέθεσαν το σκηνικό πάνω στο οποίο εφαρμόσθηκαν προειλημμένες αποφάσεις σύγκρουσης. Κύριο χαρακτηριστικό της, οι πρωτοφανείς θηριωδίες της ΟΠΛΑ, της πολιτοφυλακής και της Σπουδαζουσας του ΚΚΕ, που οδήγησαν στον θάνατο και έσυραν στην ομηρία χιλιάδες ανθρώπους. Αυτή η βάρβαρη συμπεριφορά, δεν ήταν απόρροια της δράσης κάποιων ακραίων και λούμπεν στοιχείων που εισχώρησαν στις  γραμμές του ΚΚΕ και διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα, αλλά ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των σταλινικών κομμάτων. Γι΄ αυτό ακριβώς η δράση των παραπάνω οργανώσεων του ΚΚΕ, ήταν κεντρικά οργανωμένη και σχεδιασμένη με γραφειοκρατική παρακολούθηση και έλεγχο και δεν στράφηκε μόνον κατά των ταξικών εχθρών του αλλά και κατά των τροτσκιστών, των αρχειομαρξιστών, των ανεξάρτητων συνδικαλιστών και κατά παλαιών στελεχών του ΚΚΕ.

Ολα αυτά στιγμάτισαν, όπως ήταν φυσικό την μετέπειτα πολιτική ζωή. Ο εμφύλιος πόλεμος που επακολούθησε  με την κατάληξη του, κράτησε την Ελλάδα στον δυτικό κόσμο με τις αξίες του που ενστερνιζόταν και η συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικου λαού.  Ομως η πρώτη και καθοριστική μάχη δόθηκε επί 33 ημέρες στους δρόμους της Αθήνας.

ΣΧΟΛΙΑ.

1)      Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας συγκροτήθηκε αμέσως μετά το Συνέδριο του Λιβάνου (17-20 Μαίου 1944).Αρχικά το ΕΑΜ δεν συμμετείχε ,τελικά εισήλθε στην κυβέρνηση στις 2 Σεπτεμβρίου με έξι υπουργούς .
2)      Η Συμφωνία της Γκαζέρτας υπογράφηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 μεταξύ ΕΛΑΣ ,ΕΔΕΣ και στρατηγού Σκομπι. Βασικοι όροι της συμφωνίας η μη είσοδος αντάρτικων δυνάμεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη καθώς και η ανάθεση της αρχηγίας των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων στον  Σκόμπι.
3)      Στις 3 Δεκεμβρίου 1944 έγινε μεγάλο συλλαλητήριο του ΕΑΜ, στο  Σύνταγμα. Οταν το πλήθος πλησίασε τη Διεύθυνση Αστυνομίας ,ο αρχηγός της Α Εβερτ ,έδωσε διαταγή στους χωροφύλακες να πυροβολήσουν. Υπήρξαν νεκροί και τραυματίες. Από το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου άρχισαν οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ  κατά των κυβερνητικών δυνάμεων.
4)      ΟΠΛΑ( Οργάνωση Προστασιας Λαικού Αγώνα ) . Κομματική οργάνωση του ΚΚΕ ,άμεσα υπαγόμενη στην καθοδήγηση του Πολιτικού Γραφείου (Π Γ ).Στην αρχή ειχε ως σκοπό την περιφρούρηση των αντιστασιακών δραστηριοτήτων ,γρήγορα όμως προχώρησε σε δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων του ΚΚΕ. Κατα τα Δεκεμβριανά πρωτοστάτησε σε μαζικές δολοφονίες αντιφρονούντων.

* Ο κ. Σάκης Μουμτζής είναι συγγραφέας του βιβλίου "Κόκκινη Βία 1943 -1946". Εκδόσεις Επίκεντρο  2013.


Πηγή: capital.gr

Athens 1944: Britain’s dirty secret

$
0
0
Ed Vulliamy and Helena Smith

When 28 civilians were killed in Athens, it wasn’t the Nazis who were to blame, it was the British. Ed Vulliamy and Helena Smith reveal how Churchill’s shameful decision to turn on the partisans who had fought on our side in the war sowed the seeds for the rise of the far right in Greece today

I can still see it very clearly, I have not forgotten,” says Títos Patríkios. “The Athens police firing on the
A day that changed history: the bodies of unarmed
 protestors shot by the police and the British army
 in Athens on 3 December 1944.
Photograph: Dmitri Kessel/Time & Life Pictures/Getty Images
crowd from the roof of the parliament in Syntagma Square. The young men and women lying in pools of blood, everyone rushing down the stairs in total shock, total panic.”
And then came the defining moment: the recklessness of youth, the passion of belief in a justice burning bright: “I jumped up on the fountain in the middle of the square, the one that is still there, and I began to shout: “Comrades, don’t disperse! Victory will be ours! Don’t leave. The time has come. We will win!”
“I was,” he says now, “profoundly sure, that we would win.” But there was no winning that day; just as there was no pretending that what had happened would not change the history of a country that, liberated from Adolf Hitler’s Reich barely six weeks earlier, was now surging headlong towards bloody civil war.
Even now, at 86, when Patríkios “laughs at and with myself that I have reached such an age”, the poet can remember, scene-for-scene, shot for shot, what happened in the central square of Greek political life on the morning of 3 December 1944.
This was the day, those 70 years ago this week, when the British army, still at war with Germany, opened fire upon – and gave locals who had collaborated with the Nazis the guns to fire upon – a civilian crowd demonstrating in support of the partisans with whom Britain had been allied for three years.
The crowd carried Greek, American, British and Soviet flags, and chanted: “Viva Churchill, Viva Roosevelt, Viva Stalin’” in endorsement of the wartime alliance.
Twenty-eight civilians, mostly young boys and girls, were killed and hundreds injured. “We had all thought it would be a demonstration like any other,” Patríkios recalls. “Business as usual. Nobody expected a bloodbath.”
Britain’s logic was brutal and perfidious: Prime minister Winston Churchill considered the influence of the Communist Party within the resistance movement he had backed throughout the war – the National Liberation Front, EAM – to have grown stronger than he had calculated, sufficient to jeopardise his plan to return the Greek king to power and keep Communism at bay. So he switched allegiances to back the supporters of Hitler against his own erstwhile allies.
There were others in the square that day who, like the 16-year-old Patríkios, would go on to become prominent members of the left. Míkis Theodorakis, renowned composer and iconic figure in modern Greek history, daubed a Greek flag in the blood of those who fell. Like Patríkios, he was a member of the resistance youth movement. And, like Patríkios, he knew his country had changed. Within days, RAF Spitfires and Beaufighters were strafing leftist strongholds as the Battle of Athens – known in Greece as the Dekemvriana – began, fought not between the British and the Nazis, but the British alongside supporters of the Nazis against the partisans. “I can still smell the destruction,” Patríkios laments. “The mortars were raining down and planes were targeting everything. Even now, after all these years, I flinch at the sound of planes in war movies.”
And thereafter Greece’s descent into catastrophic civil war: a cruel and bloody episode in British as well as Greek history which every Greek knows to their core – differently, depending on which side they were on – but which remains curiously untold in Britain, perhaps out of shame, maybe the arrogance of a lack of interest. It is a narrative of which the millions of Britons who go to savour the glories of Greek antiquity or disco-dance around the islands Mamma Mia-style, are unaware.
The legacy of this betrayal has haunted Greece ever since, its shadow hanging over the turbulence and violence that erupted in 2008 after the killing of a schoolboy by police – also called the Dekemvriana – and created an abyss between the left and right thereafter.
“The 1944 December uprising and 1946-49 civil war period infuses the present,” says the leading historian of these events, André Gerolymatos, “because there has never been a reconciliation. In France or Italy, if you fought the Nazis, you were respected in society after the war, regardless of ideology. In Greece, you found yourself fighting – or imprisoned and tortured by – the people who had collaborated with the Nazis, on British orders. There has never been a reckoning with that crime, and much of what is happening in Greece now is the result of not coming to terms with the past.”
Before the war, Greece was ruled by a royalist dictatorship whose emblem of a fascist axe and crown well expressed its dichotomy once war began: the dictator, General Ioannis Metaxas, had been trained as an army officer in Imperial Germany, while Greek King George II – an uncle of Prince Philip, Duke of Edinburgh – was attached to Britain. The Greek left, meanwhile, had been reinforced by a huge influx of politicised refugees and liberal intellectuals from Asia Minor, who crammed into the slums of Pireaus and working-class Athens.
Both dictator and king were fervently anti-communist, and Metaxas banned the Communist Party, KKE, interning and torturing its members, supporters and anyone who did not accept “the national ideology” in camps and prisons, or sending them into internal exile. Once war started, Metaxas refused to accept Mussolini’s ultimatum to surrender and pledged his loyalty to the Anglo-Greek alliance. The Greeks fought valiantly and defeated the Italians, but could not resist the Wehrmacht. By the end of April 1941, the Axis forces imposed a harsh occupation of the country. The Greeks – at first spontaneously, later in organised groups – resisted.
But, noted the British Special Operations Executive (SOE): “The right wing and monarchists were slower than their opponents in deciding to resist the occupation, and were therefore of little use.”
Britain’s natural allies were therefore EAM – an alliance of left wing and agrarian parties of which the KKE was dominant, but by no means the entirety – and its partisan military arm, ELAS.
There is no overstating the horror of occupation. Professor Mark Mazower’s book Inside Hitler’s Greece describes hideous bloccos or “round-ups” – whereby crowds would be corralled into the streets so that masked informers could point out ELAS supporters to the Gestapo and Security Battalions – which had been established by the collaborationist government to assist the Nazis – for execution. Stripping and violation of women was a common means to secure “confessions”. Mass executions took place “on the German model”: in public, for purposes of intimidation; bodies would be left hanging from trees, guarded by Security Battalion collaborators to prevent their removal. In response, ELAS mounted daily counterattacks on the Germans and their quislings. The partisan movement was born in Athens but based in the villages, so that Greece was progressively liberated from the countryside. The SOE played its part, famous in military annals for the role of Brigadier Eddie Myers and “Monty” Woodhouse in blowing up the Gorgopotomas viaduct in 1942 and other operations with the partisans – andartes in Greek.
By autumn 1944, Greece had been devastated by occupation and famine. Half a million people had died – 7% of the population. ELAS had, however, liberated dozens of villages and become a proto-government, administering parts of the country while the official state withered away. But after German withdrawal, ELAS kept its 50,000 armed partisans outside the capital, and in May 1944 agreed to the arrival of British troops, and to place its men under the officer commanding, Lt Gen Ronald Scobie.
On 12 October the Germans evacuated Athens. Some ELAS fighters, however, had been in the capital all along, and welcomed the fresh air of freedom during a six-day window between liberation and the arrival of the British. One partisan in particular is still alive, aged 92, and is a legend of modern Greece.
Commanding presence: Churchill leaving HMS Ajax
to attend a conference ashore. Athens can be
 seen in the background.
Photograph: Crown Copyright. IWM/Imperial War Museum
In and around the European parliament in Brussels, the man in a Greek fisherman’s cap, with his mane of white hair and moustache, stands out. He is Manolis Glezos, senior MEP for the leftist Syriza party of Greece.
Glezos is a man of humbling greatness. On 30 May 1941, he climbed the Acropolis with another partisan and tore down the swastika flag that had been hung there a month before. He was arrested by the Gestapo in 1942, was tortured and as a result suffered from tuberculosis. He escaped and was re-arrested twice – the second time by collaborators. He recalls being sentenced to death in May 1944, before the Germans left Athens – “They told me my grave had already been dug”. Somehow he avoided execution and was then saved from a Greek courtmartial’s firing squad during the civil war period by international outcry led by General de Gaulle, Jean-Paul Sartre and the Archbishop of Canterbury, the Rev Geoffrey Fisher.”
Seventy years later, he is an icon of the Greek left who is also hailed as the greatest living authority on the resistance. “The English, to this day, argue that they liberated Greece and saved it from communism,” he says. “But that is the basic problem. They never liberated Greece. Greece had been liberated by the resistance, groups across the spectrum, not just EAM, on 12 October. I was there, on the streets – people were everywhere shouting: ‘Freedom!’ we cried, Laokratia! – ‘Power to the People!’”
The British duly arrived on 18 October, installed a provisional government under Georgios Papandreou and prepared to restore the king. “From the moment they came,” recalls Glezos, “the people and the resistance greeted them as allies. There was nothing but respect and friendship towards the British. We had no idea that we were already giving up our country and our rights.” It was only a matter of time before EAM walked out of the provisional government in frustration over demands that the partisans demobilise. The negotiations broke down on 2 December.
Official British thinking is reflected in War Cabinet papers and other documents kept in the Public Record Office at Kew. As far back as 17 August 1944, Churchill had written a “Personal and Top Secret” memo to US president Franklin Roosevelt to say that: “The War Cabinet and Foreign Secretary are much concerned about what will happen in Athens, and indeed Greece, when the Germans crack or when their divisions try to evacuate the country. If there is a long hiatus after German authorities have gone from the city before organised government can be set up, it seems very likely that EAM and the Communist extremists will attempt to seize the city.”
But what the freedom fighters wanted, insists Glezos “was what we had achieved during the war: a state ruled by the people for the people. There was no plot to take over Athens as Churchill always maintained. If we had wanted to do that, we could have done so before the British arrived.” During November, the British set about building the new National Guard, tasked to police Greece and disarm the wartime militias. In reality, disarmament applied to ELAS only, explains Gerolymatos, not to those who had collaborated with the Nazis. Gerolymatos writes in his forthcoming book, The International Civil War, about how “in the middle of November, the British started releasing Security Battalion officers… and soon some of them were freely walking the streets of Athens wearing new uniforms... The British army continued to provide protection to assist the gradual rehabilitation of the former quisling units in the Greek army and police forces.” An SOE memo urged that “HMG must not appear to be connected with this scheme.”
In conversation, Gerolymatos says: “So far as ELAS could see, the British had arrived, and now some senior officers of the Security Battalions and Special Security Branch [collaborationist units which had been integrated into the SS] were seen walking freely in the streets. Athens in 1944 was a small place, and you could not miss these people. Senior British officers knew exactly what they were doing, despite the fact that the ordinary soldiers of the former Security Battalions were the scum of Greece”. Gerolymatos estimates that 12,000 Security Battalionists were released from Goudi prison during the uprising to join the National Guard, and 228 had been reinstated in the army.
Any British notion that the Communists were poised for revolution fell within the context of the so-called Percentages Agreement, forged between Churchill and Soviet Commissar Josef Stalin at the code-named “Tolstoy Conference” in Moscow on 9 October 1944. Under the terms agreed in what Churchill called “a naughty document”, southeast Europe was carved up into “spheres of influence”, whereby – broadly – Stalin took Romania and Bulgaria, while Britain, in order to keep Russia out of the Mediterranean, took Greece. The obvious thing to have done, argues Gerolymatos, “would have been to incorporate ELAS into the Greek army. The officers in ELAS, many holding commissions in the pre-war Greek army, presumed this would happen – like De Gaulle did with French communists fighting in the resistance: ‘France is liberated, now let’s go and fight Germany!’
“But the British and the Greek government in exile decided from the outset that ELAS officers and men would not be admitted into the new army. Churchill wanted a showdown with the KKE so as to be able to restore the king. Churchill believed that a restoration would result in the return of legitimacy and bring back the old order. EAM-ELAS, regardless of its relationship to the KKE, represented a revolutionary force, and change.”
Meanwhile, continues Gerolymatos: “The Greek communists had decided not to try to take over the country, as least not until late November/early December 1944. The KKE wanted to push for a left-of-centre government and be part of it, that’s all.” Echoing Glezos, he says: “If they had wanted a revolution, they would not have left 50,000 armed men outside the capital after liberation – they’d have brought them in.”
“By recruiting the collaborators, the British changed the paradigm, signalling that the old order was back. Churchill wanted the conflict,” says Gerolymatos. “We must remember: there was no Battle for Greece. A large number of the British troops that arrived were administrative, not line units. When the fighting broke out in December, the British and the provisional government let the Security Battalions out of Goudi; they knew how to fight street-to-street because they’d done it with the Nazis. They’d been fighting ELAS already during the occupation and resumed the battle with gusto.”
The morning of Sunday 3 December was a sunny one, as several processions of Greek republicans, anti-monarchists, socialists and communists wound their way towards Syntagma Square. Police cordons blocked their way, but several thousand broke through; as they approached the square, a man in military uniform shouted: “Shoot the bastards!” The lethal fusillade – from Greek police positions atop the parliament building and British headquarters in the Grande Bretagne hotel – lasted half an hour. By noon, a second crowd of demonstrators entered the square, until it was jammed with 60,000 people. After several hours, a column of British paratroops cleared the square; but the Battle of Athens had begun, and Churchill had his war.
Manolis Glezos was sick that morning, suffering from tuberculosis. “But when I heard what had happened, I got off my sick bed,” he recalls. The following day, Glezos was roaming the streets, angry and determined, disarming police stations. By the time the British sent in an armoured division he and his comrades were waiting.
“I note the fact,” he says, “that they would rather use those troops to fight our population than German Nazis!” By the time British tanks rolled in from the port of Pireaus, he was lying in wait: “I remember them coming up the Sacred Way. We were dug in a trench. I took out three tanks,” he says. “There was much bloodshed, a lot of fighting, I lost many very good friends. It was difficult to strike at an Englishman, difficult to kill a British soldier – they had been our allies. But now they were trying to destroy the popular will, and had declared war on our people”.
On their knees: women protest against the shootings,
which led to more than a month of street fighting in Athens.
 Photograph: Dmitri Kessel/The LIFE Picture Collection/Getty
At battle’s peak, Glezos says, the British even set up sniper nests on the Acropolis. “Not even the Germans did that. They were firing down on EAM targets, but we didn’t fire back, so as not [to harm] the monument.”
On 5 December, Lt Gen Scobie imposed martial law and the following day ordered the aerial bombing of the working-class Metz quarter. “British and government forces,” writes anthropologist Neni Panourgia in her study of families in that time, “having at their disposal heavy armament, tanks, aircraft and a disciplined army, were able to make forays into the city, burning and bombing houses and streets and carving out segments of the city… The German tanks had been replaced by British ones, the SS and Gestapo officers by British soldiers.” The house belonging to actor Mimis Fotopoulos, she writes, was burned out with a portrait of Churchill above the fireplace.
“I recall shouting slogans in English, during one battle in Koumoundourou Square because I had a strong voice and it was felt I could be heard,” says poet Títos Patríkios as we talk in his apartment. “‘We are brothers, there’s nothing to divide us, come with us!’ That’s what I was shouting in the hope that they [British troops] would withdraw. And right at that moment, with my head poked above the wall, a bullet brushed over my helmet. Had I not been yanked down by Evangelos Goufas[another poet], who was there next to me, I would have been dead.”
He can now smile at the thought that only months after the killing in the square he was back at school, studying English on a British Council summer course. “We were enemies, but at the same time friends. In one battle I came across an injured English soldier and I took him to a field hospital. I gave him my copy of Robert Louis Stevenson’s Kidnapped which I remember he kept.”
It is illuminating to read the dispatches by British soldiers themselves, as extracted by the head censor, Capt JB Gibson, now stored at the Public Record Office. They give no indication that the enemy they fight was once a partisan ally, indeed many troops think they are fighting a German-backed force. A warrant officer writes: “Mr Churchill and his speech bucked us no end, we know now what we are fighting for and against, it is obviously a Hun element behind all this trouble.” From “An Officer”: “You may ask: why should our boys give their lives to settle Greek political differences, but they are only Greek political differences? I say: no, it is all part of the war against the Hun, and we must go on and exterminate this rebellious element.”
Cabinet papers at Kew trace the reactions in London: a minute of 12 December records Harold Macmillan, political advisor to Field Marshal Alexander, returning from Athens to recommend “a proclamation of all civilians against us as rebels, and a declaration those found in civilian clothes opposing us with weapons were liable to be shot, and that 24 hours notice should be given that certain areas were to be wholly evacuated by the civilian population” – ergo, the British Army was to depopulate and occupy Athens. Soon, reinforced British troops had the upper hand and on Christmas Eve Churchill arrived in the Greek capital in a failed bid to make peace on Christmas Day.
“I will now tell you something I have never told anyone,” says Manolis Glezos mischievously. On the evening of 25 December Glezos would take part in his most daring escapade, laying more than a ton of dynamite under the hotel Grande Bretagne, where Lt Gen Scobie had headquartered himself. “There were about 30 of us involved. We worked through the tunnels of the sewerage system; we had people to cover the grid-lines in the streets, so scared we were that we’d be heard. We crawled through all the shit and water and laid the dynamite right under the hotel, enough to blow it sky high.
“I carried the fuse wire myself, wire wound all around me, and I had to unravel it. We were absolutely filthy, covered [in excrement] and when we got out of the sewerage system I remember the boys washing us down. I went over to the boy with the detonator; and we waited, waited for the signal, but it never came. Nothing. There was no explosion. Then I found out: at the last minute EAM found out that Churchill was in the building, and put out an order to call off the attack. They’d wanted to blow up the British command, but didn’t want to be responsible for assassinating one of the big three.”
At the end of the Dekemvriana, thousands had been killed; 12,000 leftists rounded up and sent to camps in the Middle East. A truce was signed on 12 February, the only clause of which that was even partially honoured was the demobilisation of ELAS. And so began a chapter known in Greek history as the “White Terror”, as anyone suspected of helping ELAS during the Dekemvriana or even Nazi occupation was rounded up and sent to a gulag of camps established for their internment, torture, often murder – or else repentance, as under the Metaxas dictatorship.
Títos Patríkios is not the kind of man who wants the past to impinge on the present. But he does not deny the degree to which this history has done just that – affecting his poetry, his movement, his quest to find “le mot juste”. This most measured and mild-mannered of men would spend years in concentration camps, set up with the help of the British as civil war beckoned. With imprisonment came hard labour, and with hard labour came torture, and with exile came censorship. “The first night on Makronissos [the most infamous camp] we were all beaten very badly.
“I spent six months there, mostly breaking stones, picking brambles and carrying sand. Once, I was made to stand for 24 hours after it had been discovered that a newspaper had published a letter describing the appalling conditions in the camp. But though I had written it, and had managed to pass it on to my mother, I never admitted to doing so and throughout my time there I never signed a statement of repentance.”
Patríkios was among the relatively fortunate; thousands of others were executed, usually in public, their severed heads or hanging bodies routinely displayed in public squares. His Majesty’s embassy in Athens commented by saying the exhibition of severed heads “is a regular custom in this country which cannot be judged by western European standards”.
The name of the man in command of the “British Police Mission” to Greece is little known. Sir Charles Wickham had been assigned by Churchill to oversee the new Greek security forces – in effect, to recruit the collaborators. Anthropologist Neni Panourgia describes Wickham as “one of the persons who traversed the empire establishing the infrastructure needed for its survival,” and credits him with the establishment of one of the most vicious camps in which prisoners were tortured and murdered, at Giaros.
From Yorkshire, Wickham was a military man who served in the Boer War, during which concentration camps in the modern sense were invented by the British. He then fought in Russia, as part of the allied Expeditionary Force sent in 1918 to aid White Russian Czarist forces in opposition to the Bolshevik revolution. After Greece, he moved on in 1948 to Palestine. But his qualification for Greece was this: Sir Charles was the first Inspector General of the Royal Ulster Constabulary, from 1922 to 1945.
The RUC was founded in 1922, following what became known as the Belfast pogroms of 1920-22, when Catholic streets were attacked and burned. It was, writes the historian Tim Pat Coogan, “conceived not as a regular police body, but as a counter-insurgency one… The new force contained many recruits who joined up wishing to be ordinary policemen, but it also contained murder gangs headed by men like a head constable who used bayonets on his victims because it prolonged their agonies.”
As the writer Michael Farrell found out when researching his book Arming the Protestants, much material pertaining to Sir Charles’s incorporation of these UVF and Special Constabulary militiamen into the RUC has been destroyed, but enough remains to give a clear indication of what was happening. In a memo written by Wickham in November 1921, before the formation of the RUC, and while the partition treaty of December that year was being negotiated, he had addressed “All County Commanders” as follows: “Owing to the number of reports which has been received as to the growth of unauthorised loyalist defence forces, the government have under consideration the desirability of obtaining the services of the best elements of these organisations.”
Coogan, Ireland’s greatest and veteran historian, stakes no claim to neutrality over matters concerning the Republic and Union, but historical facts are objective and he has a command of those that none can match. We talk at his home outside Dublin over a glass of whiskey appositely called “Writer’s Tears”.
“It’s the narrative of empire,” says Coogan, “and, of course, they applied it to Greece. That same combination of concentration camps, putting the murder gangs in uniform, and calling it the police. That’s colonialism, that’s how it works. You use whatever means are necessary, one of which is terror and collusion with terrorists. It works.
“Wickham organised the RUC as the armed wing of Unionism, which is something it remained thereafter,” he says. “How long was it in the history of this country before the Chris Patten report of 1999, and Wickham’s hands were finally prised off the police? That’s a hell of a long piece of history – and how much suffering, meanwhile?”
‘I carried the fuse wire myself: Manolis Glezos, senior MEP
 and ‘a man of humbling greatness’ in Brussels.
Helena Smith Photograph: Helena Smith/Observer
The head of MI5 reported in 1940 that “in the personality and experience of Sir Charles Wickham, the fighting services have at their elbow a most valuable friend and counsellor”. When the intelligence services needed to integrate the Greek Security Battalions – the Third Reich’s “Special Constabulary” – into a new police force, they had found their man.
Greek academics vary in their views on how directly responsible Wickham was in establishing the camps and staffing them with the torturers. Panourgia finds the camp on Giaros – an island which even the Roman Emperor Tiberius decreed unfit for prisoners – to have been Wickham’s own direct initiative. Gerolymatos, meanwhile, says: “The Greeks didn’t need the British to help them set up camps. It had been done before, under Metaxas.” Papers at Kew show British police serving under Wickham to be regularly present in the camps.
Gerolymatos adds: “The British – and that means Wickham – knew who these people were. And that’s what makes it so frightening. They were the people who had been in the torture chambers during occupation, pulling out the fingernails and applying thumbscrews.” By September 1947, the year the Communist Party was outlawed, 19,620 leftists were held in Greek camps and prisons, 12,000 of them in Makronissos, with a further 39,948 exiled internally or in British camps across the Middle East. There exist many terrifying accounts of torture, murder and sadism in the Greek concentration camps – one of the outrageous atrocities in postwar Europe. Polymeris Volgis of New York University describes how a system of repentance was introduced as though by a “latter-day secular Inquisition”, with confessions extracted through “endless and violent degradation”.
Women detainees would have their children taken away until they confessed to being “Bulgarians” and “whores”. The repentance system led Makronissos to be seen as a “school” and “National University” for those now convinced that “Our life belongs to Mother Greece,’ in which converts were visited by the king and queen, ministers and foreign officials. “The idea”, says Patríkios, who never repented, “was to reform and create patriots who would serve the homeland.”
Minors in the Kifissa prison were beaten with wires and socks filled with concrete. “On the boys’ chests, they sewed name tags”, writes Voglis, “with Slavic endings added to the names; many boys were raped”. A female prisoner was forced, after a severe beating, to stand in the square of Kastoria holding the severed heads of her uncle and brother-in-law. One detainee at Patras prison in May 1945 writes simply this: “They beat me furiously on the soles of my feet until I lost my sight. I lost the world.”
Manolis Glezos has a story of his own. He produces a book about the occupation, and shows a reproduction of the last message left by his brother Nikos, scrawled on the inside of a beret. Nikos was executed by collaborators barely a month before the Germans evacuated Greece. As he was being driven to the firing squad, the 19-year-old managed to throw the cap he was wearing from the window of the car. Subsequently found by a friend and restored to the family, the cap is among Glezos’s most treasured possessions.
Scribbled inside, Nikos had written: “Beloved mother. I kiss you. Greetings. Today I am going to be executed, falling for the Greek People. 10-5-44.”
Nowhere else in newly liberated Europe were Nazi sympathisers enabled to penetrate the state structure – the army, security forces, judiciary – so effectively. The resurgence of neo-fascism in the form of present-day far-right party Golden Dawn has direct links to the failure to purge the state of right-wing extremists; many of Golden Dawn’s supporters are descendants of Battalionists, as were the “The Colonels” who seized power in 1967.
Glezos says: “I know exactly who executed my brother and I guarantee they all got off scot-free. I know that the people who did it are in government, and no one was ever punished.” Glezos has dedicated years to creating a library in his brother’s honour. In Brussels, he unabashedly asks interlocutors to contribute to the fund by popping a “frango” (a euro) into a silk purse. It is, along with the issue of war reparations, his other great campaign, his last wish: to erect a building worthy of the library that will honour Nikos. “The story of my brother is the story of Greece,” he says.
There is no claim that ELAS, or the Democratic Army of Greece which replaced it, were hapless victims. There was indeed a “Red Terror” in response to the onslaught, and on the retreat from Athens, ELAS took some 15,000 prisoners with them. “We did some killing,” concedes Glezos, “and some people acted out of revenge. But the line was not to kill civilians.”
In December 1946, Greek prime minister Konstantinos Tsaldaris, faced with the probability of British withdrawal, visited Washington to seek American assistance. In response, the US State Department formulated a plan for military intervention which, in March 1947, formed the basis for an announcement by President Truman of what became known as the Truman Doctrine, to intervene with force wherever communism was considered a threat. All that had passed in Greece on Britain’s initiative was the first salvo of the Cold War.
Glezos still calls himself a communist. But like Patríkios, who rejected Stalinism, he believes that communism, as applied to Greece’s neighbours to the north, would have been a catastrophe. He recalls how he even gave Nikita Khrushchev, the Soviet leader who would de-Stalinise the Soviet Union “an earful about it all”. The occasion arose when Khrushchev invited Glezos – who at the height of the Cold War was a hero in the Soviet Union, honoured with a postage stamp bearing his image – to the Kremlin. It was 1963 and Khrushchev was in talkative mood. Glezos wanted to know why the Red Army, having marched through Bulgaria and Romania, stopped at the Greek border. Perhaps the Russian leader could explain.
“He looked at me and said, ‘Why?’
“I said: ‘Because Stalin didn’t behave like a communist. He divided up the world with others and gave Greece to the English.’ Then I told him what I really thought, that Stalin had been the cause of our downfall, the root of all evil. All we had wanted was a state where the people ruled, just like our [then] government in the mountains, where you can still see the words ‘all powers spring from the people and are executed by the people’ inscribed into the hills. What they wanted, and created, was rule by the party.”
Khrushchev, says Glezos, did not openly concur. “He sat and listened. But then after our meeting he invited me to dinner, which was also attended by Leonid Brezhnev [who succeeded Khrushchev in 1964] and he listened for another four and a half hours. I have always taken that for tacit agreement.”
For Patríkios, it was not until the Soviet invasion of Hungary in 1956, that the penny dropped: a line had been drawn across the map, agreed by Churchill and Stalin. “When I saw the west was not going to intervene [during the Budapest uprising] I realised what had happened – the agreed ‘spheres of influence’. And later, I understood that the Dekemvriana was not a local conflict, but the beginning of the Cold War that had started as a warm war here in Greece.”
Patríkios returned to Athens as a detainee “on leave” and was eventually granted a passport in 1959. Upon procuring it, he immediately got on a ship to Paris where he would spend the next five years studying sociology and philosophy at the Sorbonne. “In politics there are no ethics,” he says, “especially imperial politics.”
It’s the afternoon of 25 January 2009. The tear gas that has drenched Athens – a new variety, imported from Israel – clears. A march in support of a Bulgarian cleaner, whose face has been disfigured in an acid attack by neo-fascists, has been broken up by riot police after hours of street-fighting.
Back in the rebel-held quarter of Exarcheia, a young woman called Marina pulls off her balaclava and draws air. Over coffee, she answers the question: why Greece? Why is it so different from the rest of Europe in this regard – the especially bitter war between left and right? “Because,” she replies, “of what was done to us in 1944. The persecution of the partisans who fought the Nazis, for which they were honoured in France, Italy, Belgium or the Netherlands – but for which, here, they were tortured and killed on orders from your government.”
She continues: “I come from a family that has been detained and tortured for two generations before me: my grandfather after the Second World War, my father under the Junta of the colonels – and now it could be me, any day now. We are the grandchildren of the andartes, and our enemies are Churchill’s Greek grandchildren.”
Taking charge: Lt Gen Ronald Scobie (centre) who,
on 5 December 1944, imposed martial law and ordered
the aerial bombing of the working-class Metz quarter of Athens.
Photograph: Dmitri Kessel/The LIFE Picture Collection/Getty
“The whole thing”, spits Dr Gerolymatos, “was for nothing. None of this need have happened, and the British crime was to legitimise people whose record under occupation by the Third Reich put them beyond legitimacy. It happened because Churchill believed he had to bring back the Greek king. And the last thing the Greek people wanted or needed was the return of a de-frocked monarchy backed by Nazi collaborators. But that is what the British imposed, and it has scarred Greece ever since.”
“All those collaborators went into the system,” says Manilos Glezos. “Into the government mechanism – during and after the civil war, and their sons went into the military junta. The deposits remain, like malignant cells in the system. Although we liberated Greece, the Nazi collaborators won the war, thanks to the British. And the deposits remain, like bacilli in the system.”
But there is one last thing Glezos would like to make clear. “You haven’t asked: ‘Why do I go on? Why I am doing this when I am 92 years and two months old?’ he says, fixing us with his eyes. “I could, after all, be sitting on a sofa in slippers with my feet up,” he jests. “So why do I do this?”
He answers himself: “You think the man sitting opposite you is Manolis but you are wrong. I am not him. And I am not him because I have not forgotten that every time someone was about to be executed, they said: ‘Don’t forget me. When you say good morning, think of me. When you raise a glass, say my name.’ And that is what I am doing talking to you, or doing any of this. The man you see before you is all those people. And all this is about not forgetting them.”

Timeline: the battle between left and right

Late summer 1944 German forces withdraw from most of Greece, which is taken over by local partisans. Most of them are members of ELAS, the armed wing of the National Liberation Front, EAM, which included the Communist KKE party
October 1944 Allied forces, led by General Ronald Scobie, enter Athens, the last German-occupied area, on 13 October. Georgios Papandreou returns from exile with the Greek government
2 December 1944 Rather than integrate ELAS into the new army, Papandreou and Scobie demand the disarmament of all guerrilla forces. Six members of the new cabinet resign in protest
3 December 1944 Violence in Athens after 200,000 march against the demands. More than 28 are killed and hundreds are injured. The 37-day Dekemvrianá begins. Martial law is declared on 5 December
January/February 1945 Gen Scobie agrees to a ceasefire in exchange for ELAS withdrawal. In February the Treaty of Varkiza is signed by all parties. ELAS troops leave Athens with 15,000 prisoners
1945/46 Right-wing gangs kill more than 1,100 civilians, triggering civil war when government forces start battling the new Democratic Army of Greece (DSE), mainly former ELAS soldiers
1948-49 DSE suffers a catastrophic defeat in the summer of 1948, with nearly 20,000 killed. In July 1949 Tito closes the Yugoslav border, denying DSE shelter. Ceasefire signed on 16 October 1949
21 April 1967 Right-wing forces seize power in a coup d’état. The junta lasts until 1974. Only in 1982 are communist veterans who had fled overseas allowed to return to Greece

Αναδημοσίευση από The Observer, Sunday 30 November 2014

Δεκέμβρης 1944: Σημείο καμπής για τις εξελίξεις

$
0
0
Καθώς φέτος κλείνουν εβδομήντα χρόνια από τα Δεκεμβριανά, το ερώτημα που επανέρχεται είναι:
Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονται για τον
αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ
Ποια είναι η θέση τους στη δεκαετία του 1940; Ηταν ο δεύτερος «γύρος», δηλαδή η δεύτερη απόπειρα της Αριστεράς να καταλάβει βίαια την εξουσία; Ηταν το προανάκρουσμα του εμφύλιου πολέμου που ακολούθησε λίγα χρόνια μετά; Η Κατοχή και η ΕΑΜική Αντίσταση, η μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβριο του 1944, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) αποτελούν τρία διαφορετικά ιστορικά «γεγονότα» που όμως συνδέονται μεταξύ τους. Καθένα από αυτά τα «γεγονότα» δημιουργούσε νέα δεδομένα και δρομολογούσε εξελίξεις, που τόσο οι πολιτικοί πρωταγωνιστές όσο και η κοινωνία ήταν αδύναμοι να προβλέψουν στην αρχή και την έκβαση των οποίων δεν γνώριζαν. Η Ιστορία δεν ακολουθεί κάποιο προκαθορισμένο σενάριο, είναι μια δυναμική διαδικασία που διαμορφώνεται από τους φόβους και τις προσδοκίες των υποκειμένων, από τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που δημιουργεί η συγκυρία.

Του Πολυμέρη Βόγλη

Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν μια κοινωνική επανάσταση η οποία απέτυχε. Η αρχή αυτής της επανάστασης θα πρέπει να αναζητηθεί στα χρόνια της Κατοχής, όταν το ΕΑΜικό κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε και μαζί με την εθνική απελευθέρωση επεδίωξε τη ριζική κοινωνική αλλαγή, δηλαδή απέκτησε χαρακτηριστικά επαναστατικού κινήματος. Η δυναμική της επανάστασης ενισχύθηκε από τον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων της ΕΑΜικής Αντίστασης με τα κατοχικά στρατεύματα και τα ένοπλα σώματα Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών και αναπτύχθηκε σε συνθήκες κατάρρευσης του κράτους και επέκτασης του ελέγχου του ΕΑΜ σε μεγάλο τμήμα της χώρας.

Ο συνδυασμός της εθνικής απελευθέρωσης με την κοινωνική επανάσταση δεν ήταν διόλου αντιφατικός· τα περισσότερα επαναστατικά κινήματα στον 20ό αιώνα είχαν παράλληλα στόχο την εθνική ανεξαρτησία, και αυτός ακριβώς ο συνδυασμός τούς προσέδωσε πρωτοφανή μαζικότητα και μαχητικότητα. Η δυναμική της κοινωνικής επανάστασης που δημιούργησε η ΕΑΜική Αντίσταση και η πρακτική του ένοπλου αγώνα που αναπτύχθηκε στην Κατοχή έπαιξαν βαρύνοντα ρόλο στις κατοπινές εξελίξεις της δεκαετίας του 1940, καθώς διαμόρφωσαν την κουλτούρα του συλλογικού υποκειμένου, αλλά και προκάλεσαν την αντίδραση των αντίπαλων δυνάμεων.

Εκ των υστέρων, μπορεί κάποιος να θεωρήσει τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949 «συνέχεια» των κατοχικών εμφύλιων συγκρούσεων. Ομως, ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος διεξήχθη σε μια διαφορετική ιστορική πραγματικότητα και διεθνή συγκυρία, ενώ και οι αντίπαλοι που συγκρούστηκαν δεν ήταν οι ίδιοι με τα χρόνια της Κατοχής. Αντί, ως ιστορικοί, να κατασκευάζουμε συνέχειες και να αναζητούμε τομές, θα ήταν πιο γόνιμο να αντιληφθούμε το παρελθόν όχι ως προκαθορισμένο ή δεδομένο, αλλά ως κάτι που εκείνη την εποχή τελούσε υπό διαμόρφωση από τα δρώντα υποκείμενα και τη δυναμική των εξελίξεων. Από αυτήν τη σκοπιά, οι κατοχικές εμφύλιες συγκρούσεις δεν αποτέλεσαν την αρχή ενός πολυετούς εμφύλιου πολέμου, αλλά, μαζί με την οικονομική καταστροφή, την κοινωνική εξαθλίωση και την πολιτική πόλωση, συνέθεσαν το υπόβαθρο των εξελίξεων μετά την Απελευθέρωση.

Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν σημείο καμπής στις μετακατοχικές εξελίξεις. Η θέση ισχύος που είχε κατακτήσει το ΕΑΜ στην ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια της Κατοχής καλλιέργησε στην ηγεσία του την πεποίθηση ότι η κοινωνική αλλαγή θα μπορούσε να επιτευχθεί όχι με επαναστατική ανατροπή, αλλά με ομαλό πολιτικό τρόπο. Η βίαιη καταστολή του ΕΑΜικού κινήματος στις 3 Δεκεμβρίου διέψευσε αυτές τις προσδοκίες και προκάλεσε ένοπλη αντίδραση του ΕΑΜ. Η κλιμάκωση της στρατιωτικής σύγκρουσης έδειξε ότι η εξουσία, τόσο για την κυβέρνηση και τη Μεγάλη Βρετανία όσο και για το ΕΑΜ, εξαρτιόταν, τελικά, από τη δύναμη των όπλων.

Η μάχη της Αθήνας μπορεί να μην αποτέλεσε στρατηγική επιλογή του ΕΑΜ, αλλά εξελίχθηκε σε στρατηγική ήττα, καθώς μετά τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ έχασε τη διαπραγματευτική ισχύ του. Μετά την ήττα στα Δεκεμβριανά, η διακηρυγμένη δέσμευση της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας δεν ήταν αρκετή για να κατευνάσει τον φόβο του αντι-ΕΑΜικού στρατοπέδου απέναντι στο ενδεχόμενο μια νέας «κομμουνιστικής ανταρσίας». Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, αντί να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα ικανοποιούσαν τα αιτήματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης που η κοινωνία είχε αναδείξει στα χρόνια της Κατοχής, έθεσαν στόχο τη διάλυση των οργανωτικών δομών και τη συρρίκνωση των κοινωνικών ερεισμάτων του ΕΑΜ, ώστε να ανακοπεί η δυναμική της επανάστασης. Τα Δεκεμβριανά είχαν διευρύνει ανεπανόρθωτα το ρήγμα ανάμεσα στο ΕΑΜ και τους αντιπάλους του και είχαν υποθηκεύσει τις κατοπινές εξελίξεις. Μια νέα διαιρετική τομή στην ελληνική κοινωνία ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά είχε δημιουργηθεί.

■ Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσει η μελέτη του Πολυμέρη Βόγλη, αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνικής Ιστορίας στο Παν. Θεσσαλίας, «Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια).

Αναδημοσίευση από http://www.efsyn.gr/arthro/dekemvris-1944-simeio-kampis-gia-tis-exelixeis

Πώς φτάσαμε στη σύγκρουση

$
0
0
Γιώργος Πετρόπουλος

Ο Δεκέμβρης του ‘44 είναι μήνας-ορόσημο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οσα οδήγησαν στην
Βρετανική περίπολος προσπερνά πτώματα κρατουμένων που
είχαν προσπαθήσει να δραπετεύσουν από τις φυλακές Αβέρωφ
αιματηρή σύγκρουση εκείνον τον εμβληματικό μήνα και όσα ακολούθησαν καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία αυτού του τόπου για τις επόμενες δεκαετίες. Πολλά έχουν γραφτεί από τότε, πολλά όμως έμειναν στην αφάνεια. Αλλωστε οι περισσότεροι πρωταγωνιστές εκείνων των γεγονότων δεν ζουν πια.

Πριν από λίγους μήνες αφιερώσαμε πολλές σελίδες στο 1944, φιλοξενώντας μια σειρά άρθρων από νέους ιστορικούς, που επιχείρησαν να καλύψουν σε πλάτος και βάθος τα ίχνη αυτής της σημαδιακής χρονιάς. Τώρα, με την ευκαιρία των 70 χρόνων από τον Δεκέμβρη του ’44, ξεκινάμε μια νέα σειρά άρθρων που φωτίζουν σκοτεινές πλευρές ή αποκαλύπτουν νέα στοιχεία. Σήμερα το πρώτο άρθρο για τις αιτίες της σύγκρουσης. Θα συνεχίσουμε αύριο και μεθαύριο, ενώ στο φύλλο του Σαββατοκύριακου θα του αφιερώσουμε ένα οκτασέλιδο. Με άλλα άρθρα, κάθε Τετάρτη, ώς το τέλος του μήνα θα ολοκληρωθεί η αναφορά στον Δεκέμβρη του ’44.

Τα τυπικά-φανερά στοιχεία που συνθέτουν την έναρξη της ένοπλης σύγκρουσης τον Δεκέμβρη του ’44 είναι λίγο πολύ γνωστά. Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 1944 χτυπήθηκε ένοπλα στην πλατεία Συντάγματος η ειρηνική διαδήλωση του λαού της Αθήνας που είχε οργανώσει το ΕΑΜικό κίνημα. Ο απολογισμός ήταν 21 νεκροί και 140 τραυματίες (1). Την επομένη, 4 Δεκεμβρίου, ολόκληρη η Ελλάδα νεκρώθηκε από τη γενική απεργία που είχε κηρύξει το ΕΑΜ. Στην πρωτεύουσα ο λαός οδήγησε τα θύματά του στην τελευταία τους κατοικία. Στην κεφαλή της νεκρώσιμης πομπής ένα τεράστιο πανό, που το κρατούσαν μαυροφορεμένες κοπέλες, έγραφε: «Οταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας, διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».

Επιστρέφοντας από το νεκροταφείο τα πλήθη, δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από τους χίτες με τραγικό απολογισμό άλλους 100 νεκρούς και τραυματίες. Η συνέχεια ήταν πραγματική χιονοστιβάδα. Ο Σκόμπι κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις κύκλωσαν και αφόπλισαν το 2ο Σύνταγμα της II μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Κι ο ΕΛΑΣ άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των χιτών και των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας και του Πειραιά. Την επομένη ο Σκόμπι θα πάρει διαταγή από τον Τσόρτσιλ να συμπεριφέρεται στην Αθήνα σαν να βρίσκεται σε κατεχόμενη πόλη. Η ένοπλη αναμέτρηση ανάμεσα στην εγχώρια αντίδραση και στους Εγγλέζους από τη μία πλευρά και στο ΕΑΜικό κίνημα από την άλλη ήδη είχε αρχίσει. Ποιος όμως ήθελε αυτή την αναμέτρηση; Τα ιστορικά στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών περί αυτού. Επρόκειτο για μια σχεδιασμένη και προαποφασισμένη εξέλιξη από μέρους των Εγγλέζων και των εγχώριων συνεργατών τους.

Τον Αύγουστο του 1943 ο στρατάρχης Σματς (πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής από το 1939 έως το 1948) προειδοποιούσε τον Τσόρτσιλ ότι «υπό τας συνθήκας αναβρασμού της κοινής γνώμης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες βαλκανικές χώρες, θα επακολουθήσει χάος μετά από τη συμμαχική κατοχή, εκτός εάν μια δυνατή πυγμή συγκρατήση επί τόπου τα πράγματα. Εάν αφεθή απεριόριστος ελευθερία στους λαούς αυτούς- έγραφε ο Σματς-, ενδέχεται να έχουμε ένα κύμα ταραχών και ευρείας κλίμακος επιβολήν του κομμουνισμού, επί όλων των περιοχών αυτών της Ευρώπης» (2). Τις προειδοποιήσεις αυτές η αγγλική εξωτερική πολιτική τις πήρε πολύ σοβαρά υπόψη της και προετοιμάστηκε κατάλληλα τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την Ελλάδα.

Ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, με τηλεγράφημά του στον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Α. Ιντεν, στις 29/8/1944, περιέγραφε ως εξής τον χαρακτήρα της απόβασης βρετανικών στρατευμάτων στη χώρα μας (3): «...Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ...». Επίσης με άλλο τηλεγράφημά του στον Ιντεν, στις 7/11/1944, ο Βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στα άλλα σημείωνε (4): «Περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος».

Στο ίδιο μήκος κύματος με τους Εγγλέζους κινούνταν και η εγχώρια ολιγαρχία που στο ΕΑΜ- ΕΛΑΣ έβλεπε τον άμεσο κίνδυνο για την οικονομική και πολιτική της εξουσία. Ετσι, ένας από τους κορυφαίους σ’ εκείνη την πολιτική συγκυρία, αστούς πολιτικούς, ο Γ. Παπανδρέου, από τον Ιούλη του 1943 σε μια έκθεση του προς το στρατηγείο της Μ. Ανατολής, την ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τη βρετανική κυβέρνηση έλεγε ότι «η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν των είναι απόλυτος» (5). Ο Γ. Παπανδρέου θα φτάσει στην αποθέωση των πολιτικών σχεδιασμών του κατά του ΕΑΜικού κινήματος όταν λίγες μέρες πριν από την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στις 22/9/1944, τηλεγράφησε στον Τσόρτσιλ: «...Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν» (6).

Ολοκλήρωση των σχεδίων των Βρετανών και των Ελλήνων συνεργατών τους δεν μπορούσε να υπάρξει όσο το λαϊκό κίνημα ήταν εξοπλισμένο, όσο, δηλαδή, ήταν υπαρκτός ο ΕΛΑΣ. Γι’ αυτό κι επιχειρήθηκε η διάλυσή του με κάθε τρόπο - στην αρχή ειρηνικά και στο τέλος με την ένοπλη βία μέσα από την ανοικτή αγγλική στρατιωτική επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έχει δώσει στα απομνημονεύματά του μια άκρως αποκαλυπτική ομολογία για τον ταξικό χαρακτήρα εκείνης της σύγκρουσης. Γράφει χαρακτηριστικά (7): «Η μάχη που διήρκεσε έξη εβδομάδες… έγινε για να καταλάβωμε την Αθήνα και, όπως θα δείξει η συνέχεια των γεγονότων, να απαλλάξωμε την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό ζυγό. Την εποχή αυτήν που τρία εκατομμύρια άνδρες πολεμούσαν σε κάθε στρατόπεδο στο Δυτικό Μέτωπο και που τεράστιες αμερικανικές δυνάμεις ηγωνίζοντο εναντίον της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό, οι ελληνικές αυτές παραφορές μπορούσαν να φαίνονται ότι είχαν ελάχιστη σημασία, αλλά δεν ευρίσκοντο λιγώτερο στο νευρικό κέντρο της ισχύος, της τάξεως και της ελευθερίας του Δυτικού κόσμου».

Αλλά και ο Γ. Παπανδρέου σ’ ένα άρθρο του στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ τον Μάρτιο του 1948 δεν είναι λιγότερο αποκαλυπτικός. Γράφει συγκεκριμένα (8): «Το συμπέρασμα είναι ότι ο Δεκέμβριος ημπορεί να θεωρηθή ‘‘δώρον του Υψίστου’’. Αλλά διά να υπάρξη ο Δεκέμβριος, έπρεπε προηγουμένως να είχομεν έλθει εις την Ελλάδα. Και τούτο ήτο δυνατόν μόνον με την συμμετοχήν του ΚΚΕ εις την Κυβέρνησιν, δηλαδή με τον Λίβανον. Και διά να ευρεθούν εδώ οι Βρετανοί, οι οποίοι ήσαν απαραίτητοι διά την Νίκην, έπρεπε προηγούμενως να είχεν υπογραφή το σύμφωνο της Καζέρτας. Και διά να γίνη Στάσις –το ‘‘δώρον του Υψίστου’’– έπρεπε προηγουμένως να επιμείνω εις την άμεσον αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ και να θέσω το ΚΚΕ ενώπιον του διλήμματος ή να αποδεχθή ειρηνικώς τον αφοπλισμό του, ή να επιχειρήση την Στάσιν υπό συνθήκας όμως πλέον, αι οποίαι οδήγουν εις την συντριβήν του… Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια».

1. «Ρ» της 4/12/1944. Αντίθετα η αντιΕΑΜική πλευρά προσπάθησε να μειώσει τον απολογισμό του αίματος. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, για παράδειγμα, μίλησε για 10 νεκρούς και 26 τραυματίες (Γ. Ιατρίδη: «Εξέγερση στην Αθήνα», εκδόσεις Νέα Σύνορα, σελ. 184)
2. Κ. Πυρομάγλου: «Ο Δούρειος Ιππος», εκδόσεις «Δωδώνη» σελ. 143-144
3. Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, τόμος Β΄, σελ. 68
4. Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, τόμος Β΄, σελ. 201
5. Γ. Παπανδρέου: «Κείμενα- Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδόσεις «Μπίρης», 1964, τόμος Β΄, σελ. 11
6. Γ. Παπανδρέου, στο ίδιο, σελ. 147.
7. Ουίνστον Τσόρτσιλ: «2ος Παγκόσμιος πόλεμος», Εκδόσεις Ελληνική Μορφωτική Εστία, τόμος ΣΤ’ σελ. 352
8. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2/3/1948

■ Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ντοκουμέντα του ΕΑΜ για τα Δεκεμβριανά». Εκδόσεις Προσκήνιο, 2005, σε επιμέλεια Γ. Πετρόπουλου

Αναδημοσίευση από http://www.efsyn.gr/arthro/pos-ftasame-sti-sygkroysi

Τα Δεκεμβριανά στον ευρύ ιστορικό ορίζοντα

$
0
0
 Αντώνης Λιάκος

Τα Δεκεμβριανά θεωρήθηκαν και τότε, και στα χρόνια του Ψυχρού πολέμου ως απόπειρα των
κομμουνιστών να καταλάβουν βίαια την εξουσία. Η προσέγγιση αυτή αφήνει μερικά ερωτηματικά αναπάντητα. Γιατί η απόπειρα αυτή δεν έγινε τον Οκτώβριο, αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών, όταν η Ελλάδα μετεωριζόταν σε κενό εξουσίας. Γνωρίζουμε πως το ΚΚΕ είχε καταστρώσει έγκαιρα επιτελικά σχέδια για την κατάληψη της Αθήνας. Γιατί δεν τα πραγματοποίησε; Ακόμη και όταν ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά, ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν μετακινήθηκε προς την πρωτεύουσα, ούτε πήρε μέρος στη μάχη της Αθήνας. Στην Μακεδονία και στη Θράκη ο ΕΛΑΣ συνέχιζε να συνεργάζεται με τους Aγγλους. Στην Αθήνα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτίθονταν σε αστυνομικά τμήματα και κρατικά κτήρια, αλλά δεν υπήρχε σχέδιο ούτε σαφείς διαταγές τι να κάνουν όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με στρατιώτες της Κοινοπολιτείας.

Τα Δεκεμβριανά πρέπει να ιδωθούν σε έναν ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα. Γιατί στην Ελλάδα η Αντίσταση, πήρε αυτό το ριζοσπαστικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα που την έφερε από τις πρώτες μέρες σε αντιπαράθεση με το κράτος, την αστυνομία και τη χωροφυλακή, τον παλιό πολιτικό κόσμο; Το γεγονός ότι πήραν την πρωτοβουλία οι κομμουνιστές, άρα κυριάρχησαν πολιτικά, δεν είναι επαρκής εξήγηση. Γιατί το ΚΚΕ, ένα άσημο κόμμα που είχε αποδεκατιστεί από τη δικτατορία του Μεταξά και σπαρασσόταν από έριδες, αναδείχτηκε σε βασικό παράγοντα των ελληνικών εξελίξεων μέσω της Αντίστασης;

 Δεν ήταν το ΚΚΕ που ανέδειξε την Αντίσταση, αλλά η Αντίσταση που ανέδειξε το ΚΚΕ. Βεβαίως είχε αναδείξει έναν πολιτικό ακτιβιστή νέου τύπου, αφοσιωμένο, που προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα και σ'αυτά απευθυνόταν. Σε αντιδιαστολή, η απροθυμία του παλιού πολιτικού κόσμου να οργανώσει μια μορφή διαμαρτυρίας και αντίστασης απέναντι στους κατακτητές έδειξε την αδυναμία του. Λειτουργούσε στα πλαίσια κομματικών πελατειακών δικτύων και με όρους που προσιδίαζαν περισσότερο στον 19ο αιώνα παρά στην εποχή της εισόδου των μαζών στην πολιτική. Αυτά τα δίκτυα είχαν διαλυθεί από τη δικτατορία του Μεταξά και την κατοχή. Επομένως το φαινόμενο Αντίσταση ήταν μια απάντηση στη συγκυρία του πολέμου αλλά και σε παλιούς λογαριασμούς από την προπολεμική περίοδο.

Παρά το γεγονός ότι στο Μεσοπόλεμο είχαν γίνει αρκετά βήματα για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, της γεωργίας και για την εγκατάσταση των προσφύγων, ωστόσο δεν είχε σημειωθεί καμιά πρόοδος ως προς την αφομοίωση των νέων πληθυσμών, την εμπέδωση αισθήματος δικαιοσύνης, αναλογικού καταμερισμού των θυσιών, συμμετοχής στις πολιτικές διαδικασίες, κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.

Ο χωροφύλακας, ο δικαστής, ο εφοριακός, οι αρχές ήταν απόμακρες, γραφειοκρατικές και δεσποτικές απέναντι στους αγρότες αλλά και στους πρόσφυγες, στις μειονότητες, και στους εσωτερικούς μετανάστες των πόλεων, τους οποίους αντιμετώπιζαν εν πολλοίς με αποικιακό τρόπο. Οι απεργίες αντιμετωπίζονταν με υπέρμετρη βία, πυροβολισμούς στο πλήθος, πολλούς νεκρούς, εκτοπίσεις χωρίς δικαστήρια και καταδίκες που ποινικοποιούσαν το φρόνημα.

Η δικτατορία του Μεταξά ήταν μια τυραννία των σωμάτων ασφαλείας και πριν από αυτή, η περίοδος 1933-35 είχε ανοίξει ένα χάσμα αξιοπιστίας ανάμεσα στους πολιτικούς ηγέτες και στους οπαδούς τους, ανάμεσα στους μοναρχικού και στους δημοκρατικούς. Τα χάσματα αυτά ήταν ανοιχτά και διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο στα χρόνια της κατοχής.

Παρατηρώντας την Ευρώπη συνολικά, διαπιστώνουμε ότι στις χώρες που εισέβαλαν ή αποβιβάστηκαν μεγάλες συμμαχικές δυνάμεις, το γεγονός αυτό καθόρισε την μελλοντική πορεία τους. Αυτό συνέβη τόσο στη Γαλλία και την Ιταλία, όπου αποβιβάστηκαν Αγγλοαμερικανικές δυνάμεις, όσο και στην κεντροανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, όπου εισέβαλε ο Κόκκινος στρατός.

Η παρουσία μεγάλων στρατευμάτων σε διάταξη μάχης απέτρεπε κάθε σκέψη να τεθεί σε αμφιβολία η κρατική εξουσία που εγκαθιδρυόταν υπό την αιγίδα τους, καλύπτοντας το έδαφος που άφηναν καθώς υποχωρούσαν οι Γερμανοί. Η Ελλάδα δεν ανήκε σε καμιά από τις δυο περιπτώσεις. Δεν ανήκε στα κύρια πεδία που κρίθηκε ο πόλεμος, δεν εισέβαλαν ούτε οι Δυτικοί σύμμαχοι, ούτε οι Σοβιετικοί για να διώξουν τους Γερμανούς. Αποχώρησαν αφήνοντας ένα κενό εξουσίας (και έχοντας βέβαια υποθάλψει την εμφύλια σύγκρουση). Κάτω από αυτούς τους όρους ήταν αναμενόμενο η πορεία της χώρας να διακυβευτεί με όρους σύγκρουσης.

Αν θεωρήσουμε πάντως ότι ήδη μέσα από την κατοχή μια εμφύλια αναμέτρηση εγκυμονούνταν, τότε η εαμική αντίσταση την έδωσε με τους χειρότερους όρους. Ούτε όλες τις δυνάμεις της μπόρεσε να χρησιμοποιήσει, αλλά μόνο ένα ελάχιστο μέρος τους, ούτε τις καλύτερες αλλά μόνο εφεδρικές, ούτε είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και την ανάλογη υλική και ψυχολογική προετοιμασία. Η τύχη της χώρας κρίθηκε οριστικά και έγκαιρα με τρόπο ανέλπιστα ευνοϊκό για τον αστικό προσανατολισμό της. Διαφορετικά, μια γενίκευση της σύγκρουσης σε όλη τη χώρα και μια παράτασή της έως μετά τη λήξη του πολέμου τον Μάιο του 1945, θα είχε δραματικότερη και ενδεχομένως άδηλη έκβαση. «Θείο δώρο» χαρακτήρισε ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου τα Δεκεμβριανά (Καθημερινή 2.3.1948).

Η επόμενη μέρα από το τέλος του πολέμου δεν ήταν ούτε αισιόδοξη ούτε ανακουφιστική. Γκρίζα μέρα δεν ξημέρωσε όμως μόνο στην Ελλάδα. Βορείως των ελληνικών συνόρων, στις χώρες που εγκαθιδρύονταν οι Λαϊκές Δημοκρατίες, την ίδια περίοδο βρίσκονταν σε εξέλιξη εκκαθαρίσεις, εκτελέσεις, φυλακίσεις, εξορίες, αποκλεισμοί, νόθες εκλογές. Ο πόλεμος είχε καταστρέψει το κύρος του παλαιού καθεστώτος, όπως άλλωστε στις περισσότερες εμπόλεμες χώρες. Το κράτος είχε διαλυθεί και ξαναφτιαχτεί, αλλά η νομιμότητα δεν είχε επανεγκαθιδρυθεί.

Για να ζήσεις φυσιολογικά σ'όλα τα προηγούμενα χρόνια, έπρεπε να παραβιάζεις το νόμο, τους νόμους των κατακτητών, αλλά και τους νόμους των ανταρτών. Βία, κρυψίνοια κυνισμός και δόλος είχαν γίνει συστατικά στοιχεία της καθημερινής ζωής. Καθώς πολλαπλασιάστηκαν οι φορείς τη βίας, εφόσον το κράτος έχασε το μονοπώλιό της, η εξουσία ασκούνταν χωρίς θεσμικούς περιορισμούς. Η κατοχή μετασχημάτισε τον δημογραφικό, τον πολιτικό και τον ιδεολογικό χάρτη της χώρας. Χάθηκαν οι εβραϊκές κοινότητες, ανάμεσα στον πληθυσμό υπήρχαν διαχωριστικές γραμμές αίματος, τα τραύματα έμεναν ανεπούλωτα. Για πολλά χρόνια έπειτα, οι άνθρωποι που ενηλικιώθηκαν μέσα στον πόλεμο θα αντιλαμβάνονταν τον κόσμο με τους όρους πολέμου και σύγκρουσης.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=657078

Μια σύγκρουση που ερχόταν από το παρελθόν

$
0
0
Πολυμέρης Βόγλης

Η μάχη της Αθήνας αφορούσε το μέλλον, δηλαδή το μεταπολεμικό καθεστώς στην Ελλάδα, αλλά ερχόταν από το παρελθόν. Η σκληρότητα των συγκρούσεων και η βία των Δεκεμβριανών μοιάζουν ανεξήγητες αν δεν συνδεθούν με όσα είχαν συμβεί στην πρωτεύουσα το τελευταίο διάστημα της Κατοχής. Από την άνοιξη του 1944 ως και λίγες ημέρες πριν από την αποχώρηση των Γερμανών η Αθήνα είχε μετατραπεί σε πραγματικό πεδίο μάχης. 

Οι «κόκκινες» συνοικίες της πρωτεύουσας, όπως η Καισαριανή, ο Βύρωνας, η Καλλιθέα, η Κοκκινιά, είχαν μπει επανειλημμένα στο στόχαστρο των γερμανικών δυνάμεων και των Ταγμάτων Ασφαλείας, με μπλόκα, εκτελέσεις και συλλήψεις, οι οποίες προκάλεσαν εκατοντάδες θύματα στις τάξεις του ΕΑΜ. 

Το μίσος που είχαν προκαλέσει η αιματηρή δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά και η επανεμφάνισή τους στα Τάγματα Εθνοφυλακής, στο πλευρό της κυβέρνησης αυτή τη φορά, κατά τα Δεκεμβριανά μπορεί, τουλάχιστον μέχρι ενός βαθμού, να εξηγήσει την αγριότητα της σύγκρουσης και τη βία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. 

Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, όταν η σύγκρουση είχε κορυφωθεί, η Εθνική Πολιτοφυλακή, που διαδέχτηκε την Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ), ανέλαβε να αποδώσει μια ιδιότυπη «επαναστατική» δικαιοσύνη με στόχο την εκκαθάριση των αντιπάλων στις συνοικίες που ήλεγχε ο ΕΛΑΣ. Πραγματικοί ή υποτιθέμενοι συνεργάτες των Γερμανών, αστοί, αξιωματικοί, «αντιδραστικοί», «ύποπτοι», τροτσκιστές συνελήφθησαν, υποβλήθηκαν σε πολύωρες ανακρίσεις, πέρασαν από «λαϊκά δικαστήρια» με συνοπτικές διαδικασίες και στη συνέχεια εκτελέστηκαν. 

Σε κάποιες περιπτώσεις οι εκτελέσεις ήταν μαζικές (όπως π.χ. στο Περιστέρι, στο Γαλάτσι και στην Κυψέλη) και τα θύματα θάφτηκαν πρόχειρα σε ομαδικούς τάφους. Πέρα από την (αρνητική) μυθολογία που περιβάλλει την ΟΠΛΑ, τις «υπερβασίες» που κατήγγειλε αργότερα το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη διόγκωση του αριθμού των θυμάτων της, με τη συναφή μεταπολεμική προπαγάνδα, οι εκτελέσεις έδειχναν την πολιτική εργαλειοποίηση της βίας στη διάρκεια μιας σκληρής εμφύλιας σύγκρουσης.

Τα Δεκεμβριανά ήταν η πιο αιματηρή σύγκρουση στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1940. Οι νεκροί των συγκρούσεων στην Αθήνα, που κράτησαν τριάντα τρεις ημέρες, υπερβαίνουν κατά πολύ τον αριθμό των θυμάτων τόσο των κατοχικών εμφύλιων συγκρούσεων όσο και των μεγάλων μαχών του Εμφυλίου, που επρόκειτο να ακολουθήσει. Αν και είναι δύσκολο να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός, περίπου 1.500 νεκρούς είχε ο ΕΛΑΣ, 700-800 οι κυβερνητικές δυνάμεις και 250 οι Βρετανοί. Το βαρύτερο τίμημα πλήρωσε ο άμαχος πληθυσμός, καθώς οι νεκροί ίσως να έφτασαν και τους 3.000, ανάμεσά τους εκατοντάδες ήταν τα θύματα των βρετανικών βομβαρδισμών. 

Επιπλέον, 12.000 αριστεροί συνελήφθησαν από τους Βρετανούς, εκ των οποίων οι 8.000 μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, όπου κρατήθηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες για αρκετούς μήνες. Από την άλλη πλευρά ο ΕΛΑΣ συνέλαβε περίπου 15.000 άτομα στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, οι περισσότεροι από τους οποίους μετά τη λήξη των μαχών μετατράπηκαν σε ομήρους και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα μακριά από την Αθήνα. 

Οι όμηροι του ΕΛΑΣ πέρασαν μια αφάνταστα σκληρή δοκιμασία, καθώς υποχρεώθηκαν σε πολύωρες, εξαντλητικές πορείες μέσα από ορεινούς, χιονισμένους δρόμους, χωρίς τα κατάλληλα ρούχα και υποδήματα, και με ελάχιστο φαγητό καθώς ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε επαρκή τρόφιμα για να τους σιτίσει. Οι όμηροι του ΕΛΑΣ αφέθηκαν ελεύθεροι αμέσως μετά την κατάπαυση του πυρός στις 15 Ιανουαρίου 1945, αλλά δεν συνέβη το ίδιο και με τους συλληφθέντες από τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάμεις καθώς διερευνούνταν κατηγορίες εναντίον τους για εγκλήματα κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών και οι φυλακές άρχισαν να γεμίζουν με αριστερούς πολιτικούς κρατουμένους.

Η βία δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο τα Δεκεμβριανά αποτελούν καμπή στη δεκαετία του 1940. Είναι η μοναδική περίπτωση στη διάρκεια του Β'Παγκοσμίου Πολέμου στην οποία συμμαχικά στρατεύματα πολέμησαν κατά της Αντίστασης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό τους και πρώην ένοπλους συνεργάτες του Αξονα. Γενικότερα, η άμεση συμμετοχή τόσο πολλών βρετανικών στρατευμάτων στην ενδοελληνική σύγκρουση του Δεκεμβρίου του 1944 αποτελεί μοναδική περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης ξένης δύναμης στην ελληνική ιστορία. 

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση, καθώς στηριζόταν στρατιωτικά σε μια ξένη δύναμη για να διατηρήσει την εξουσία της απέναντι στον εσωτερικό αντίπαλο, είχε αποδεχτεί τον περιορισμό της παραδοσιακά νοούμενης εθνικής κυριαρχίας. 

Από αυτή την άποψη, τα Δεκεμβριανά προεικόνιζαν τη συνθήκη περιορισμένης κυριαρχίας που θα επικρατήσει τα επόμενα χρόνια, δηλαδή την εξάρτηση του ελληνικού αστικού κόσμου από τις ξένες δυνάμεις και την αποφασιστικότητα των ξένων δυνάμεων να επέμβουν στην Ελλάδα για να διατηρήσουν το καθεστώς απέναντι στην πρόκληση της Αριστεράς. Τέλος, τα Δεκεμβριανά ως επαναστατική «στιγμή» θα στοιχειώσουν το φαντασιακό του αστικού κόσμου. 

Η Ελλάδα ήταν μια χώρα χωρίς παρελθόν κοινωνικών επαναστάσεων και ο κίνδυνος του κομμουνισμού προπολεμικά ήταν τεχνητά διογκωμένος. Τα Δεκεμβριανά θα φέρουν αντιμέτωπο τον αστικό κόσμο με την απειλή της επανάστασης. Τους επόμενους μήνες οι αναφορές στα Δεκεμβριανά θα είναι συνεχείς· θα υπενθυμίζουν ότι η απειλή είναι υπαρκτή, άμεση και διαρκής και ο αντίπαλος θα πρέπει να συντριβεί, για να μην επαναληφθούν.

Ο κ. Πολυμέρης Βόγλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Αναδημοσίευση από http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=657080

Δεκεμβριανά 1944: παρελθόν και παρόν

$
0
0
Τα Δεκεμβριανά αποτελούν σημείο καμπής για την ελληνική ιστορία της δεκαετίας του 1940, με διεθνή σημασία. Όπως έχει επισημάνει ο Μαρκ Μαζάουερ, η έκβασή τους σηματοδοτεί ότι «η πλάστιγγα της εξουσίας στην Ελλάδα έγειρε ξαφνικά και αποφασιστικά σε βάρος της Αριστεράς, για πρώτη φορά μετά το 1942». Kαι γι'αυτό τον λόγο, αποτελούν γεγονός που σημάδεψε τραυματικά τη μνήμη του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα. Τα ίχνη του Δεκέμβρη είναι ακόμα ζωντανά, όπως δείχνουν όχι μόνο τα «λαβωμένα» κτίρια της Αθήνας, αλλά και το ότι ο Δεκέμβρης του 2008 («τα Δεκεμβριανά των εφήβων», όπως έχει γράψει, εδώ, ο Γιώργος Φουρτούνης) ανακάλεσε μνήμες, αναφορές, συσχετισμούς και διαφορές με το 1944. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εβδομήντα χρόνων, τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και το Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας οργανώνουν, την Παρασκευή 13 και το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου, το επιστημονικό συνέδριο «Δεκεμβριανά 1944: το παρελθόν και οι χρήσεις του». Θέσαμε τρία ερωτήματα στον Πολυμέρη Βόγλη, τον Ηλία Νικολακόπουλο και την Ιωάννα Παπαθανασίου, από την οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου.

Στρ. Μπ.

1. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει μια «αναδιαπραγμάτευση» ιστορικών γεγονότων και περιόδων όπως η Μεταπολίτευση (ως πηγή της σημερινής «κακοδαιμονίας»), αλλά και η Αντίσταση ή γενικότερα η δεκαετία του 1940 («αναθεωρητικό» ρεύμα). Θεωρείτε πως επιχειρείται κάτι τέτοιο και όσον αφορά τα Δεκεμβριανά;

2. Αν βάζατε έναν «υπότιτλο» στα Δεκεμβριανά, αν τα αποτιμούσατε με λίγες λέξεις, πώς θα τα αποκαλούσατε; «Προανάκρουσμα του Εμφυλίου», «πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου», «τέλος της αντιφασιστικής συμμαχίας», «σημείο καμπής» μετά το οποίο αρχίζει η κάμψη της Αριστεράς;

3. Πώς καταγράφεται ο Δεκέμβρης στη συλλογική μνήμη των αριστερών, αμέσως μετά τη λήξη του αλλά και αργότερα; Είναι ο «κόκκινος Δεκέμβρης», ο «μεγάλος Δεκέμβρης», κυριαρχεί η αίσθηση της ήττας (ηρωικής ή μη), της χαμένης ευκαιρίας, των λαθών, της ξένης παρέμβασης; Ποιες τομές μπορούμε να διακρίνουμε, στη μνήμη αυτή;

Η ήττα ενός πρωτόγνωρου κινήματος

1. Τα Δεκεμβριανά, ήδη λίγο μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, εγγράφηκαν στη δημόσια σφαίρα ως ένα «όργιο» βίας και εκτελέσεων από την πλευρά της Αριστεράς. Η λεγόμενη «πτωματολογία» συνεχίστηκε για δεκαετίες, με αποτέλεσμα τα Δεκεμβριανά να αποκοπούν από τη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, τη βία της Κατοχής και των Ταγμάτων Ασφαλείας, τις μάχες στους δρόμους της Αθήνας και να «ξεχαστεί» η βρετανική στρατιωτική επέμβαση, οι βομβαρδισμοί συνοικιών, οι χιλιάδες συλλήψεις αριστερών. Τα Δεκεμβριανά ουσιαστικά έγιναν μετωνυμία για την κομμουνιστική βία και τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης ανόδου των κομμουνιστών στην εξουσία. Επιπλέον, εντάχθηκαν στο σχήμα των «τριών γύρων», και άρα σε μια συνολικότερη αφήγηση για τη βία της Αριστεράς, η οποία δεν χρειάστηκε «αναδιαπραγμάτευση» αλλά αντίθετα επανέκαμψε τα τελευταία χρόνια. Σε αυτή την εξέλιξη συνέτεινε και η αμηχανία της Αριστεράς για τις εκτελέσεις στη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Ας μου επιτραπεί, όμως, να κάνω μια γενικότερη διαπίστωση. Απέναντι στο τραυματικό και διαιρετικό παρελθόν των Δεκεμβριανών, η Αριστερά άρθρωσε έναν αναστοχαστικό λόγο, είτε μιλώντας για «λάθη» και «υπερβασίες» είτε στηλιτεύοντας την εργαλειακή χρήση της βίας. Η Δεξιά ποτέ δεν προσέγγισε τα Δεκεμβριανά αναστοχαστικά αλλά ως πεδίο δικαίωσής της.
2. Αυτό που κατά τη γνώμη μου σηματοδοτούν είναι η ήττα ενός πρωτόγνωρου σε μαζικότητα κινήματος που συνδύαζε την εθνική απελευθέρωση με τη δυναμική της κοινωνικής επανάστασης. Τα Δεκεμβριανά «κλείνουν» την περίοδο της Κατοχής, και από αυτή την άποψη θα μπορούσαν να θεωρηθούν η κρίσιμη καμπή στη δεκαετία του 1940. Η σύγκρουση των Δεκεμβριανών δημιούργησε μια βαθιά ρήξη ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, αλλά η πόλωση αυτή δεν οδηγούσε αναγκαστικά σε μια νέα ένοπλη αναμέτρηση. Θα πρέπει, πιστεύω, να είμαστε δύσπιστοι σε τελεολογικές προσεγγίσεις της Ιστορίας και να προσπαθούμε να αντιληφθούμε την Ιστορία ως μια δυναμική διαδικασία που τη διαμορφώνουν τα δρώντα υποκείμενα.
3. Στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς τα Δεκεμβριανά ήταν --και παραμένουν-- καταγραμμένα ως η «ιστορική στιγμή» και ταυτόχρονα ως η στρατηγική ήττα για την οποία ευθύνεται η ηγεσία. Η ίδια η ηγεσία προσπάθησε να κατασιγάσει τη διαφωνία και να υπερασπιστεί την ορθότητα των επιλογών της σε πρώτη φάση, αν και πολύ γρήγορα η συζήτηση κινήθηκε στην κατεύθυνση της αναζήτησης λαθών και της απόδοση ευθυνών. Η «λαθολογία» εμπόδισε την κατανόηση της εξαιρετικά σύνθετης κατάστασης που επικρατούσε την ελληνική κοινωνία μετά την Απελευθέρωση. Επιπλέον η ήττα στα Δεκεμβριανά και στη συνέχεια η ήττα στον Εμφύλιο οδήγησαν την Αριστερά μεταπολεμικά στο να αποσιωπήσει την επαναστατική διάσταση του κινήματος στη δεκαετία του 1940 και να τονίσει είτε την εθνικοαπελευθερωτική διάσταση είτε την ταυτότητα του θύματος, λόγω της «λευκής τρομοκρατίας», των διώξεων και των εκτελέσεων των πολιτικών κρατουμένων. Αυτό άλλαξε σχετικά πρόσφατα, μετά το 2000, αλλά δεν αφορά τόσο τη μνήμη αλλά συνολικά τον τρόπο προσέγγισης και ερμηνείας της επίμαχης δεκαετίας.

Πολυμέρης Βόγλης


Η διχασμένη συλλογική μνήμη της Αριστεράς

1. Δεδομένου ότι τα Δεκεμβριανά συνιστούν την κρίσιμη στρατιωτική και πολιτική ήττα της εαμικής Αριστεράς, το λεγόμενο «αναθεωρητικό» ρεύμα δεν χρειάζεται να επινοήσει καινούργιες ερμηνείες. Αρκείται να επαναλάβει την άποψη περί «δεύτερου γύρου» (στο πλαίσιο του γνωστού αντικομμουνιστικού σχήματος των τριών γύρων) και να επιμείνει στην ανάδειξη εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων (ομαδικές εκτελέσεις, ομηρία κτλ). Η ηρωική μνημόνευση των υπερασπιστών του Μακρυγιάννη περνά έτσι σε δεύτερο πλάνο και τις αντίστοιχες τελετές διεκδικεί πλέον δυναμικά η Χρυσή Αυγή. Για τη συγκεκριμένη περίοδο, από την Απελευθέρωση ως τη Βάρκιζα, το «αναθεωρητικό» ρεύμα δεν επικεντρώνεται επομένως στα γεγονότα της πρωτεύουσας, αλλά στη λεγόμενη εαμοκρατία στην υπόλοιπη χώρα, με στόχο να την ταυτίσουν με ένα αυταρχικό και ολοκληρωτικό καθεστώς σταλινικού τύπου.
2. Η Δεκεμβριανή σύγκρουση στην Αθήνα αποτελεί χρονικά κομβικό σημείο, το οποίο τέμνει τη δεκαετία του 1940 σε δύο σαφώς διακριτές υποπεριόδους. Η στρατιωτική και πολιτική ήττα της εαμικής Αριστεράς στην Αθήνα καταγράφει το τέλος της ανοδικής πορείας του αντιστασιακού κινήματος, το τέλος των ελπίδων για κοινωνική αλλαγή. Η ήττα επέφερε τη ριζική αναδιάταξη των πολιτικών --και ως ένα βαθμό και των κοινωνικών-- συσχετισμών, τραυμάτισε, ακόμη και ηθικά, το πρόταγμα της Επανάστασης, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επέλαση της Αντεπανάστασης. Παρ'όλα αυτά, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τα Δεκεμβριανά ούτε ως «προανάκρουσμα του Εμφυλίου», ο οποίος θα ξεσπάσει μετά από ενάμιση χρόνο, ούτε ως το «τέλος της αντιφασιστικής συμμαχίας», αφού η βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των (έστω και άτυπων) συμφωνιών που είχαν προηγηθεί μεταξύ των τριών Συμμάχων. Το γεγονός ότι η αντιφασιστική συμμαχία ήταν ήδη φανερό πως θα είχε σύντομη ημερομηνία λήξης, δεν επιτρέπει την αναδρομική ανάγνωση των γεγονότων.
3. Η συλλογική μνήμη της Αριστεράς για τον Δεκέμβρη υπήρξε εξαρχής διχασμένη, αφού όφειλε να συγκεράσει δύο τελείως διαφορετικές πραγματικότητες. Αφενός την ηρωική αντίσταση του λαού της Αθήνας, επί 33 μέρες, απέναντι σε μια απροκάλυπτη ξένη επέμβαση γιγαντιαίων διαστάσεων -- τα βρετανικά στρατεύματα, συνεπικουρούμενα από αεροπορία και ναυτικό, ξεπέρασαν τις 70.000 άνδρες και έδρασαν, σύμφωνα με τα λόγια του Τσώρτσιλ, σαν να βρίσκονταν σε χώρα υπό κατοχή. Αφετέρου όμως τις τραγικές συνέπειες της ήττας και το αίσθημα της ματαίωσης ενός τρίχρονου αγώνα και της ελπίδας που είχε δημιουργήσει αυτός. Και οι δύο αυτές όψεις της μνήμης συνυπάρχουν διαχρονικά και συχνά εκφράζονταν ταυτόχρονα, ακόμη και από τα ίδια άτομα. Η κατά καιρούς πρωτοκαθεδρία της μιας ή της άλλης αφορούσε κυρίως τα ηγετικά κομματικά κλιμάκια, ανάλογα με τις πολιτικές επιλογές της συγκυρίας.

Ηλίας Νικολακόπουλος

Τέλος και αρχή

1. Τι ήταν, εντέλει, ο Δεκέμβρης του 1944; Αν ο διάλογος των ιστορικών τον έχει αποτιμήσει ως «τέλος και αρχή», για να υιοθετήσω τον εύστοχο όρο του Χρήστου Χατζηιωσήφ, δηλαδή «το τέλος της αρχής ή την αρχή του τέλους» στη διαδικασία της ομαλής μετάβασης από την Κατοχή στον αντιφασισμό και τη δημοκρατία, είναι σαφές ότι ο δημόσιος λόγος δεν έχει ακόμη διασταυρωθεί με τη συναίνεση. Έντονα ιδεολογικές ως προς το περιεχόμενό τους και χρωματισμένες κάθε φορά από την πολιτική τοποθέτηση του εκφέροντος, συλλογικού ή ατομικού, υποκειμένου οι απόψεις που κατατίθενται μέχρι τις μέρες μας στη δημόσια σφαίρα αναπαράγουν εύκολα τα στερεότυπα. Εγκλωβίζονται, εν ολίγοις, στο παρελθόν, αναπαράγοντας με ευκολία άλλοτε το σχήμα των τριών γύρων της «κομμουνιστικής ανταρσίας», στην οποία αποδίδουν πλέον «μεγαλόψυχα» τον χαρακτηρισμό του εμφυλίου πολέμου και άλλοτε την ενοχική στάση και την λαθολογία της κομμουνιστικής ή και της ευρύτερης Αριστεράς. Οι πρώτοι ξεχνούν ο «δεύτερος γύρος», δηλαδή τα Δεκεμβριανά, είναι αυτός που τους επέτρεψε να επινοήσουν τον «πρώτο» αλλά και που οδήγησε στον «τρίτο», δηλαδή στον Εμφύλιο Πόλεμο των χρόνων 1946-49. Οι δεύτεροι τρομάζουν να παραδεχτούν τις υπερβάσεις αλλά και τη βία που μπορεί να εμπεριέχει μια «καταδικασμένη» κοινωνική επανάσταση.
2-3. Tα Δεκεμβριανά εγγράφονται ως αποτέλεσμα της «υποθηκευμένης», από το καλοκαίρι του 1944, ομαλής εξέλιξης στην Ελλάδα. Στην ουσία τους, συνδέονται με μια «κοινωνική επανάσταση» που συντελέστηκε στα χρόνια της Κατοχής και ανασχέθηκε με την παρέμβαση των Συμμάχων. Από την άποψη αυτή, ο Δεκέμβρης του '44 είναι η στιγμή της έκρηξης κοινωνικών αντιθέσεων που οξύνθηκαν μέσα από τη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων και τροφοδοτήθηκαν από παλαιότερα πάθη και νεότερες εντάσεις. Στη διάρκειά τους, η αναμέτρηση μεταξύ της εαμικής Αντίστασης και των φιλομοναρχικών κομμουνιστοφοβικών δυνάμεων υπερέβη τις διαστάσεις της απλής σύρραξης λόγω της βρετανικής εμπλοκής. Με λίγα λόγια, ο «μεγάλος «Δεκέμβρης» είναι το κορύφωμα της δυναμικής που απέκτησε --συνεργεία των συμμάχων-- η κοινωνική σύγκρουση στη χώρα.
Για μένα, σημασία δεν έχουν οι υπότιτλοι ή οι υπέρτιτλοι. Ναι, ο Δεκέμβρης, όπως και όλη η Αντίσταση --γιατί αυτά τα δυο είναι αλληλένδετα--, ήταν η μεγάλη στιγμή της Αριστεράς, ή, καλύτερα, των ανθρώπων που συνδέθηκαν με το όραμά της και μυήθηκαν σε μια νέα κουλτούρα συμμετοχής και αλληλεγγύης. Μετά τον Δεκέμβρη τίποτα δεν ήταν όπως πριν.
Η χώρα μπήκε σε άλλη τροχιά και κατέκτησε θλιβερές πρωτιές, όπως ο διωγμός των μαχητών της Αντίστασης ή η καταξίωση των δωσίλογων και η ενσωμάτωσή τους στο κράτος. Έμεινε, ωστόσο, αυτή η περήφανη γενιά των Επονιτών που φυλλορροεί στις μέρες μας, να μας θυμίζει ότι δεν μετάνιωσε για τις επιλογές της. Και αυτό το τελευταίο, ας το κρατήσουμε: και ως στάση ζωής, αλλά και γιατί απαντάει, έμμεσα αλλά νομίζω σαφώς, στο ερώτημα για την αριστερή μνήμη και τις διαδρομές της.
Ιωάννα Παπαθανασίου

Δεκεμβριανά 1944: το παρελθόν και οι χρήσεις του
Κεντρικό κτίριο Πανεπιστημίου Αθηνών (Προπύλαια)

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου
14.30-15.00: Εισαγωγική ομιλία. Πολυμέρης Βόγλης, Ιωάννα Παπαθανασίου
15.00-15.45: Φωτογραφικές απεικονίσεις (Μανόλης Κασιμάτης, Γεωργία Ιμσιρίδου). 16.00-17.30: Η πόλη της Αθήνας ως πεδίο μάχης (Μανόλης Αρκολάκης, «Τα οδοφράγματα: φωτογραφική αφήγηση της επαναστατικής διαδικασίας», Πέτρος Φωκαΐδης «Η ανατίναξη της Πολυκατοικίας Μιχαηλίδη στα Εξάρχεια», Ελένη Κυραμαργιού, «Συγκρούσεις και οδοφράγματα στη Δραπετσώνα»). 17.45-19.30: Στρατός, Βρετανοί και στρατευμένη Δεξιά (Τάσος Σακελλαρόπουλος, «Η δημιουργία του ΙΔΕΑ. Ο Δεκέμβριος 1944 ως τομή στο εσωτερικό του σώματος των αξιωματικών», Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Οι Βρετανοί στη Μάχη της Αθήνας», Κώστας Κατσούδας, «Η "Χ"στην Κατοχή και τα Δεκεμβριανά»).
21.00: «Το σώμα κάθε Δεκέμβρη». Μια ομιλία/παράσταση του χορογράφου Κωνσταντίνου Μίχου. Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός (Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή).
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου
10.00-11.30: Μεταξύ γεγονότων και μύθων (Δανάη Γιαννοπούλου, «Ο Δεκέμβρης του '44 μέσα από τις εφημερίδες της εποχής», Ιάκωβος Ανυφαντάκης, «Οι τρεις θάνατοι της Ελένης Παπαδάκη», Έλενα Πατρικίου, «Και πάλι για την δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη. Πολιτικές χρήσεις και ιδεολογικές καταχρήσεις του μοντερνισμού και της αναβίωσης της τραγωδίας»). 11.45. Τα Δεκεμβριανά εκτός των τειχών (Μάριος Αθανασόπουλος, «Η "λαοκρατία"στη Μεσσηνία», Στράτος Δορδανάς, Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εαμοκρατία στη Θεσσαλονίκη»). 13.00: Διαστάσεις της σύγκρουσης. Αθανάσιος Παπαντωνίου («Το στρατόπεδο της ΟΥΛΕΝ και η εθνική πολιτοφυλακή Κάτω Πατησίων», Κώστας Παλούκης, «Ενδοαριστερή βία: κομματικοί εναντίον τροτσκιστών/αρχειομαρξιστών»). 15.30-17.15: Διαστάσεις της σύγκρουσης, ΙΙ (Τάσος Κωστόπουλος, «Η "κόκκινη βία"του Δεκέμβρη», Φίλιππος Κάραμποτ, Αλεξάνδρα Πατρικίου, «Η εμπειρία της ομηρίας», Ιωάννα Παπαθανασίου, «Αιχμάλωτοι των Εγγλέζων. Από το Γουδί στην Ελ Ντάμπα»). 17.30-19.30. Η μνήμη του Δεκέμβρη. (Πολυμέρης Βόγλης, «Η μνήμη του Δεκέμβρη στα χρόνια 1945-1947». Ελένη Κούκη, «Η χούντα και το νόημα των Δεκεμβριανών», Ελένη Στριφτόμπολα, «Όταν η εθνική συμφιλίωση συναντά το Δεκέμβρη: η επίσημη αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982», Μάγδα Φυτιλή, «Στη δεκαετία του '80: "Ημέρα εθνικής περισυλλογής ή ηρωικής αντίστασης;"»).
19.30: Συμπεράσματα. Ηλίας Νικολακόπουλος.
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου: Ιστορικός περίπατος
«Αναζητώντας τα ίχνη των Δεκεμβριανών. Μια ιστορική περιήγηση στο κέντρο της Αθήνας (Εξάρχεια-Ομόνοια-Μεταξουργείο)». Εκκίνηση: 11.30 π.μ., Πλατεία Κάνιγγος.


Αναδημοσίευση από http://www.avgi.gr/article/5112909/dekembriana-1944-parelthon-kai-paron

Οκτώ ερωτήματα για τον Δεκέμβριο του 1944

$
0
0
Στάθης Καλύβας

Συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από τον Δεκέμβριο του 1944 και αξίζει να ξαναδούμε επιγραμματικά κάποιες κρίσιμες πτυχές του.

Τι ήταν τα Δεκεμβριανά; Ηταν η ένοπλη «απάντηση» του ΚΚΕ στην προοπτική αφοπλισμού του ΕΛΑΣ. Ηταν πραξικόπημα, αφού τμήμα του στρατού στασίασε εναντίον της κυβέρνησης (ώς τις 2/12 ο ΕΛΑΣ υπαγόταν στην κυβέρνηση). Ηταν εμφύλιος, καθώς Ελληνες πολέμησαν εναντίον Ελλήνων. Ηταν, τέλος, επανάσταση, γιατί αν το ΚΚΕ επικρατούσε η Ελλάδα θα γινόταν «Λαϊκή Δημοκρατία». Δεν ήταν όμως αυθόρμητη εξέγερση.

Πότε ξεκίνησαν; Η αιματηρή διαδήλωση της 3ης Δεκεμβρίου 1944 έχει συμβολική κυρίως σημασία. Οι οργανωμένες εχθροπραξίες ξεκίνησαν όταν ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων την επόμενη μέρα, αλλά η επιλογή της σύγκρουσης είχε ουσιαστικά ληφθεί από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ ήδη από τις 27/11 και επισημοποιήθηκε στις 2/12. Τότε ξεκίνησαν για την Αθήνα μονάδες του ΕΛΑΣ Αττικής και Ρούμελης.

Τι ακριβώς επεδίωκε το ΚΚΕ; Οπως κάθε κόμμα, την εξουσία. Ομως κάτω από την πίεση των Σοβιετικών, το ΚΚΕ είχε συμβιβαστεί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και τους Βρετανούς, υπογράφοντας δύο συμφωνίες, στον Λίβανο και την Καζέρτα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν κατέλαβε την εξουσία μετά την αποχώρηση των Γερμανών, όπως θα μπορούσε. Παρά τον συμβιβασμό αυτό, διατηρούσε την ελπίδα της κατάκτησης της εξουσίας με «ειρηνικό» τρόπο, μέσω εκλογών που θα γίνονταν υπό τη σκιά των τουφεκιών του ΕΛΑΣ. Οι αφηγήσεις που παρουσιάζουν το ΚΚΕ ως ένα κοινοβουλευτικό κόμμα που επεδίωκε την απλή συμμετοχή του σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.

Και οι προηγούμενοι συμβιβασμοί; Τον Νοέμβριο του 1944, το ΚΚΕ αντιμετώπισε το εξής δίλημμα: ή θα δεχόταν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ ή θα συγκρουόταν με την κυβέρνηση και τους Βρετανούς. Προφανώς, η επιλογή της σύγκρουσης ακύρωνε όλους τους προηγούμενους συμβιβασμούς και ερχόταν σε αντίθεση με την επίσημη γραμμή της Σοβιετικής Ενωσης. Οι ακριβείς διεργασίες μέσα στην ηγεσία του ΚΚΕ παραμένουν άγνωστες. Ισως να ήταν η ενθάρρυνση του Τίτο και η παρερμηνεία των επιθυμιών του Στάλιν, ίσως οι φαινομενικά ευνοϊκές εξελίξεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, ίσως το ενδεχόμενο μιας οριστικής απώλειας της εξουσίας που θεωρούσε πως αυτοδίκαια του ανήκε, ίσως η αφόρητη πίεση στελεχών και καπεταναίων, ίσως η στρεβλή ανάγνωση της διεθνούς πραγματικότητας και των βρετανικών προθέσεων, ίσως κάποιος συνδυασμός όλων των προηγούμενων. Οπως και να έχει το πράγμα, η ουσία είναι πως το ΚΚΕ επέλεξε τη σύγκρουση, παίζοντάς τα όλα για όλα.

Ποιοι αναμετρήθηκαν στα Δεκεμβριανά; Ηταν η κυβερνητική πλευρά ένας συνασπισμός Βρετανών και δωσιλόγων με σύσσωμο τον λαό απέναντί τους, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι; Οχι βέβαια. Ο πληθυσμός ήταν διαιρεμένος και όπως πάντα υπήρχε μια μεγάλη μάζα αναποφάσιστων που περίμενε τον νικητή για να συνταχθεί μαζί του. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο υπήρχε πλειάδα αντιστασιακών του εσωτερικού και του εξωτερικού. Σ’ αυτούς προστέθηκαν μετά την έναρξη της μάχης οι υπό κράτηση ταγματασφαλίτες της Αθήνας και της Πελοποννήσου. Τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν την αντικομμουνιστική κολυμβήθρα του Σιλωάμ στην οποία αναβαπτίστηκαν αρκετοί δωσίλογοι. Η ένταξή τους όμως στη μεταπολεμική «εθνικοφροσύνη» υπήρξε συνέπεια και όχι αιτία της σύγκρουσης.

Γιατί ηττήθηκε το ΚΚΕ; Γιατί η ανεπαρκής ηγεσία του υπερτίμησε τις δυνατότητές της και υποτίμησε την αποφασιστικότητα τόσο των Ελλήνων αντιπάλων της όσο και των στρατιωτικά υπέρτερων Βρετανών. Ενδεικτικές της στάσης αυτής ήταν και οι πολύνεκρες επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ στην Ηπειρο και τη Μακεδονία. Αυτό όμως δεν ισοδυναμεί με ηττοπάθεια. Αντίθετα απ’ ό,τι λέγεται, το ΚΚΕ επεδίωξε τη νίκη – ποιος άραγε πολεμάει για να ηττηθεί; Ο ΕΛΑΣ απέτυχε να υποτάξει τις κυβερνητικές δυνάμεις στο πρώτο δεκαήμερο και η άφιξη βρετανικών ενισχύσεων με τεθωρακισμένα και αεροπλάνα υπήρξε καταλυτική για τη συνέχεια. Γράφεται λανθασμένα πως τη μάχη έδωσε ο αδύναμος ΕΛΑΣ της Αθήνας ή «ελάχιστες δυνάμεις» του ΕΛΑΣ. Ομως συμμετείχε το μεγαλύτερο μέρος του εμπειροπόλεμου ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και Ρούμελης. Πάντως, η έκβαση της μάχης θα ήταν η ίδια όσες επιπλέον μεραρχίες και να έριχνε στη μάχη ο ΕΛΑΣ.

Και η βία; Ακρότητες έγιναν και από τις δύο πλευρές, αλλά το ΚΚΕ ήταν εκείνο που έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μαζικής εκκαθάρισης της κοινωνικής και πολιτικής βάσης των αντιπάλων του. Χιλιάδες άνδρες, γυναίκες, ηλικιωμένοι και παιδιά συνελήφθησαν στα σπίτια τους από την ΟΠΛΑ και χιλιάδες ήταν αυτοί που έχασαν τη ζωή τους από εν ψυχρώ εκτελέσεις και κακουχίες. Δεν συνέβη το ίδιο στην αντιπέρα όχθη. Η ασυμμετρία της βίας ήταν τέτοια που το ΚΚΕ αναγκάστηκε να παραδεχθεί «σφάλματα και υπερβασίες».

Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η σύγκρουση; Πολύ δύσκολα. Η εμπειρία άλλων χωρών (π.χ. Γαλλία, Ιταλία) δείχνει πως όπου οι κομμουνιστές συμβιβάστηκαν, το έπραξαν γιατί βρίσκονταν σε σαφή θέση αδυναμίας. Εκεί μάλλον βρίσκεται και η βασική αιτία της σύγκρουσης στην Ελλάδα: η απόσταση ανάμεσα στον εσωτερικό και τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων ήταν πολύ μεγάλη για να γεφυρωθεί αναίμακτα.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Αναδημοσίευση από http://www.kathimerini.gr/794952/opinion/epikairothta/politikh/oktw-erwthmata-gia-ton-dekemvrio-toy-1944


Ο «τρίτος δρόμος» του ΕΑΜ για την ανεξαρτησία

$
0
0
Συντάκτης:
Γιάννης Σκαλιδάκης*

Ποιος τολμά να φανταστεί πως στην εποχή μας, που ολόκληρος ο κόσμος με τον τιτάνιο αγώνα των Ενωμένων Εθνών, σκοτώνει για πάντα το τέρας του φασισμού, αυτό που κουρέλιασε κάθε ανθρώπινη αξία κι έριξε τους λαούς μέσα σ’ έναν κατακλυσμό αίματος και φθοράς, ποιος μπορεί να φανταστεί πως θα εμποδιστεί ο λαός να γίνει νοικοκύρης στο σπίτι του και να οργανώσει τη ζωή του όπως θέλει; [1]
Διανομή ρουχισμού στο χωριό Ζίτσα της Ηπείρου,
Μάρτιος 1945, UNRRA

Μια απωθημένη διάσταση στη συζήτηση για τη στρατηγική της Αριστεράς προς την εξουσία μετά την απελευθέρωση της χώρας είναι η οικονομική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η απελευθερωμένη επικράτεια, γνωστή ως Ελεύθερη Ελλάδα, στηριζόταν στην εγχώρια παραγωγή, τα αστικά κέντρα όμως και κυρίως η Αθήνα επιβίωναν από τη διεθνή βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού. Με το τέλος του πολέμου, το ζήτημα του επισιτισμού παρέμενε καίριο και με ισχυρές πολιτικές προεκτάσεις. Οι δυτικοί Σύμμαχοι θα το αναλάμβαναν με τους μηχανισμούς τους, αρχικά τη βρετανική ML και έπειτα την υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών, τη γνωστή UNRRA. Το ζήτημα του επισιτισμού χρησίμευσε ως αιτιολογία έλευσης των βρετανικών στρατευμάτων στην απελευθερούμενη Ελλάδα και επίσης ως φόβητρο για όσους τυχόν αμφισβητούσαν τη βρετανική επικυριαρχία. Από την πλευρά του το ΕΑΜ έπαιρνε πολύ σοβαρά το ζήτημα προσπαθώντας να ισορροπήσει πολιτικά ανάμεσα στην ανάγκη διεθνούς υποστήριξης και στη χάραξη μιας ανεξάρτητης πολιτικής για την ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της χώρας.

Ο «τρίτος δρόμος»

Η οικονομική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην ελεγχόμενη από το ΕΑΜ Ελεύθερη Ελλάδα και ιδιαίτερα το οικονομικό δίκτυο που στηρίχτηκε στους συνεταιρισμούς αλλά και το ίδιο το ΕΑΜ ως ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό σύστημα που επικάλυπτε αυτήν την οικονομική σφαίρα δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει οδηγό των εαμικών δυνάμεων για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας μετά την απελευθέρωση.

Στις 3 Νοεμβρίου 1944 δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του νόμιμου δεκαπενθήμερου περιοδικού «Νέα Ελλάδα», που εξέδιδε η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ, το άρθρο «Συμβολή στον αγώνα του λαού για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας» του Παύλου Δέλμη, εκ μέρους του «Οικονομολογικού Τμήματος Μελετών του ΕΑΜ». Σε αυτό το άρθρο, προτεινόταν ένας «τρίτος δρόμος» οργάνωσης της οικονομίας αφού πρώτα γινόταν κριτική στις δύο άλλες, κατά τον αρθρογράφο, λύσεις, δηλαδή την «ασύδοτη λειτουργία της οικονομίας» και τον «ασύδοτο παρεμβατισμό».

Η αξία του άρθρου αυτού έγκειται στο ότι λάμβανε υπόψη του τη συγκεκριμένη οικονομική πραγματικότητα της περιόδου και επίσης τη ζωντανή προφανώς ακόμη οικονομική λειτουργία της Ελεύθερης Ελλάδας, την οποία αποτιμούσε θετικά. Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η κατάσταση στη χώρα κατά την απελευθέρωση χαρακτηριζόταν: 1) από την «απελπιστική ελάττωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας», σημειώνοντας πάντως την καλύτερη κατάσταση της Ελεύθερης Ελλάδας χάρη «στην υποστήριξη και την ασφάλεια που παρείχε η ΠΕΕΑ σαν Κυβέρνηση του Λαού στη γεωργία» και «στο θεσμό της αυτοδιοίκησης στις γεωργικές περιοχές», 2) από την «αναρχούμενη και εκμεταλλευτική μαύρη αγορά» και 3) από τον «κακοήθη πληθωρισμό», ως αποτέλεσμα κι όχι αιτία των παραπάνω παραγόντων: «Ο πληθωρισμός είναι η ενσάρκωση της επιτεινόμενης αγωνίας του λαού μας και γι’ αυτό ίσως να φαίνεται από πρώτη ματιά σαν πρωτογενές αίτιο της οικονομικής κατάστασης».[2]

Παρουσιαζόταν με αρκετή σαφήνεια η προσδοκώμενη οικονομική κατάσταση στο αμέσως επόμενο διάστημα εκτιμώντας την έναρξη της λειτουργίας της UNRRA, και την αρχική αδυναμία, τουλάχιστον για ένα εξάμηνο, κάλυψης του συνόλου των λαϊκών αναγκών και προβλέποντας την άνθηση ενός δικτύου μαύρης αγοράς που θα τροφοδοτούνταν από τα είδη της UNRRA για την προμήθεια ζωτικών εγχώριων προϊόντων όπως π.χ. το λάδι.

Κύριο ζητούμενο ήταν η ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης με γνώμονα την επάρκεια σε είδη κατανάλωσης για τις «πλατιές λαϊκές μάζες», δηλαδή «ένα ολόκληρο σύστημα προοδευτικής δραστηριοποίησης των διαφόρων κλάδων και υποκλάδων της οικονομίας ανάλογα με τη σημασία του καθενός για την παραγωγή». Το πρόβλημα μιας ανεξέλεγκτης λειτουργίας της αγοράς θα ήταν η χαμηλή καταναλωτική δύναμη των φτωχών στρωμάτων και ειδικά στις ζώνες όπου είχε εκλείψει η κυκλοφορία του χρήματος –οι ανάγκες αυτών των στρωμάτων και αυτών των περιοχών θα βρίσκονταν εκτός της λειτουργίας μιας τέτοιας αγοράς, η οποία θα στρεφόταν σε παρασιτικούς κλάδους παρασέρνοντας με τον τρόπο αυτό και τη λειτουργία της UNRRA σε μια «δημιουργημένη αντιοικονομική κατάσταση».

Ο αρθρογράφος τασσόταν καθαρά υπέρ μιας σχεδιοποιημένης οικονομικής προσπάθειας, όχι όμως και μιας «πέρα ως πέρα παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής» την οποία παρομοίαζε με τις πολιτικές τόσο της μεταξικής δικτατορίας όσο και αυτές των κατοχικών κυβερνήσεων. Οσον αφορά την αγροτική παραγωγή, θεωρούσε ότι μια τέτοια παρέμβαση θα περιόριζε τους αγρότες σε μια «ψευτοαυτάρκη μικροϊδιοκτησία» με τη στέρηση των κατάλληλων εφοδίων και με τη φορολογία που θα τους άφηνε ελάχιστα από την παραγωγή τους. Αντιθέτως προέβαλλε την «πείρα της αυτοδιοίκησης και της συνεταιριστικής οργάνωσης στα χωριά της ελεύθερης Ελλάδας» που έδειξαν έναν άλλο δρόμο και ανύψωσαν τη θέση του αγροτικού κόσμου. Ο χωρικός, τόνιζε ο αρθρογράφος, δεν ήταν διατεθειμένος πλέον να δίνει την παραγωγή του «μη εξασφαλίζοντας τίποτ’ άλλο έξω απ’ το μόνιμο καθεστώς της πείνας».

Ο «τρίτος δρόμος» που πρέσβευε το άρθρο συνοψιζόταν στην ανάγκη να βασιστεί η οικονομική πολιτική στον λαϊκό έλεγχο –δηλαδή στην ενεργή δραστηριοποίηση και αξιοποίηση των λαοκρατικών θεσμών της προηγούμενης περιόδου, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των λαϊ­κών επιτροπών και των συνεταιρισμών. Η αποδοχή του «λαϊκού ελέγχου» από την κυβέρνηση θα της ανταπέδιδε την αναγκαία «λαϊκή εμπιστοσύνη».

Το κύριο βάρος έπεφτε και πάλι στη γεωργία και καθιστούσε φανερή και σε αυτήν την περίπτωση την κοινωνική βάση, την οποία στήριζε και στην οποία στηριζόταν το ΕΑΜ. Οι διεκδικήσεις αφορούσαν σε μια πρώτη περίοδο την ξένη οικονομική βοήθεια –προτεινόταν η διοχέτευση σημαντικού μέρους της οικονομικής βοήθειας προς τον αγροτικό κόσμο μέσω της τοπικής αυτοδιοίκησης και των συνεταιρισμών και γενικότερα η εισαγωγή από το εξωτερικό των απαραίτητων καλλιεργητικών εφοδίων αλλά και η στροφή της βιομηχανίας προς την παραγωγή «μπόλικων και φτηνών ειδών για τη γεωργία».

Ως προς τη βιομηχανία, προτεινόταν ένας πολύ μεγαλύτερος έλεγχος και παρέμβαση: 1) λειτουργία με ενιαίο πρόγραμμα στις ποσότητες και τα παραγόμενα είδη, 2) λειτουργία κατά προτίμηση των κλάδων που θα ικανοποιούσαν τις άμεσες λαϊκές ανάγκες, 3) μετατροπή με κρατική ενίσχυση των «παρασιτικών και περιττών βιομηχανιών» σε ωφέλιμες, 4) έλεγχος και πρόβλεψη του τρόπου διάθεσης των αγαθών, 5) να μην παράγεται ό,τι μπορεί να εισαχθεί φτηνότερα αλλά το αντίθετο, 6) εξασφάλιση ενός σταθερού βιοτικού επιπέδου για τους εργάτες.

Επίσης προτείνονταν διάφορα νομισματικά μέτρα με βασικά την έκδοση και διάθεση χαρτονομίσματος σύμφωνα με τις ανάγκες της κυκλοφορίας όπως θα προέκυπταν από την εφαρμογή του προγράμματος οργάνωσης της οικονομίας και την επίτευξη «σύμμετρης νομισματικής κυκλοφορίας και κυκλοφορίας εμπορευμάτων σ’ όλα τα διαμερίσματα της χώρας έτσι που ν’ αποσυμφορηθεί ο όγκος της νομισματικής κυκλοφορίας σ’ ορισμένα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα και να σπάσει απ’ την άλλη το πάγωμα της κυκλοφορίας που παρατηρείται στην ύπαιθρο».

Ο συντονισμός αυτού του οικονομικού προγράμματος μάς φέρνει και στα πολιτικά συνεπαγόμενά του. Ο αρθρογράφος πρότεινε τη σύσταση ενός συντονιστικού και ενιαίου μηχανισμού που θα περιλάμβανε αφενός τους εκπροσώπους των συμμαχικών οργανώσεων βοήθειας και αφετέρου τους εκπροσώπους των συνεταιρισμών, παραγωγικών και καταναλωτικών, των λαϊκών επιτροπών, της ΓΣΕΕ κ.λπ. ενώ η κυβέρνηση θα συνεργαζόταν και θα δεχόταν την «οργανωμένη λαϊκή βοήθεια». Αυτό το σχέδιο παραλληλιζόταν με τα μέτρα για τη διεξαγωγή του πολέμου στις συμμάχους Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες και αναφέρονταν τα σχέδια Keynes και White και επίσης πλαισιωνόταν με τα συλλογικά ιδανικά του αντιφασιστικού αγώνα, με τα οποία, «το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας που αυτοδιοικήθηκε, έζησε και πρόκοψε» ενώ ο αρθρογράφος δεν δίσταζε να χαρακτηρίσει προδότες, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, όσους τυχόν αντιτάσσονταν σε αυτό το σχέδιο «οργάνωσης και σωτηρίας του λαού».

Στην ουσία επρόκειτο για μια τεκμηριωμένη σε γενικό επίπεδο πρόταση οικονομικής επανενοποίησης της χώρας σύμφωνα με τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων κυρίως της υπαίθρου αλλά και των πόλεων και σύμφωνα με τους οικονομικούς μηχανισμούς που αυτά τα πλειοψηφικά στρώματα δημιούργησαν στην Κατοχή, κυρίως τους συνεταιρισμούς, με κορωνίδα και πολιτική επισφράγιση το ΕΑΜ. Δεν παραβλεπόταν, ούτε καν υποτιμούνταν, η ξένη βοήθεια αλλά αντίθετα γινόταν προσπάθεια να τεθεί έγκαιρα στην υπηρεσία των αναγκών της πλειοψηφίας του λαού και στην τροχιά μιας παραγωγικής προς αυτήν την κατεύθυνση ανασυγκρότησης και όχι να ενισχύσει τον κόσμο του μαυραγοριτισμού και τα παρασιτικά στρώματα της κρατικής παρέμβασης.

Αυτού του είδους η οικονομική επανενοποίηση προσέκρουε στα συμφέροντα των στρωμάτων που είχαν γιγαντωθεί μέσα στην Κατοχή μέσω της κερδοσκοπίας και της μαύρης αγοράς. Η τύχη προσπαθειών οικονομικού ελέγχου της κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως, στην οποία τα οικονομικά υπουργεία είχαν δοθεί στο ΕΑΜ, το έδειξε καθαρά. Οσο για τους Βρετανούς, προφανώς δεν θεωρούσαν αναγκαία τη μεταφορά κοινωνικών πολιτικών που εφάρμοζαν οι ίδιοι στη χώρα τους σε μια χώρα που λίγο διέφερε για εκείνους από τις αποικίες τους.

Παρατηρούμε να διαγράφονται τα δυο κοινωνικά στρατόπεδα που θα συγκρούονταν στον επερχόμενο εμφύλιο: από τη μια οι δυνάμεις της Αντίστασης και της Ελεύθερης Ελλάδας, κοινωνικά ο πληθυσμός της υπαίθρου και των επαρχιακών πόλεων που στηρίζονταν στην εγχώρια παραγωγική βάση, και από την άλλη οι παλιές και νέες ελίτ των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας που διαχειρίζονταν ήδη από την Κατοχή τον πλούτο εκ του εξωτερικού.

* Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός, διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το πρώτο βιβλίο του, στο οποίο στηρίζεται το παρόν άρθρο, «Η Ελεύθερη Ελλάδα. Η εξουσία του ΕΑΜ στην Ελεύθερη Ελλάδα (1943-1944)» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ασίνη

[1[. Διάγγελμα της ΠΕΕΑ προς τον Ελληνικό Λαό, 19 Απριλίου 1944.
[2]. Παύλος Δέλμης, «Συμβολή στον αγώνα του λαού για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας», στην επιθεώρηση «Νέα Ελλάδα», τεύχος 1ο, περίοδος Β', 5 Νοεμβρίου 1944, σ. 8-9

Aναδημοσίευση από http://www.efsyn.gr/arthro/o-tritos-dromos-toy-eam-gia-tin-anexartisia


Η άγρια «μάχη» με τα πτώματα...

$
0
0
Συντάκτης:
Μαρία Σπηλιωτοπούλου*

Οι άμαχοι και οι μαχητές της Αθήνας έχουν άμεση αντίληψη ή πληροφόρηση μόνο για λίγα από όσα συνέβαιναν τις μέρες των Δεκεμβριανών. Το κέντρο της πόλης και οι συνοικίες ήταν αποκλεισμένα, χωρίς τηλέφωνα, συνήθως χωρίς ηλεκτρικό, με τα μέτωπα του πολέμου ρευστά. Ελάχιστοι ακούν τον ραδιοσταθμό Αθηνών, τον πομπό του ΕΑΜ ή ξένους σταθμούς. Στις συνοικίες που ελέγχει το ΕΑΜ τοιχοκολλούνται φύλλα του «Ριζοσπάστη» και ενημερώνουν τα χωνιά, ενώ βρετανικά αεροπλάνα ρίχνουν προκηρύξεις σε όλη την πόλη και στο κέντρο που ελέγχει η κυβέρνηση τοιχοκολλούνται ανακοινώσεις.

H αφήγηση των πτωμάτων ξεδιπλώνεται εκ των υστέρων. Μια πλευρά της συνείδησης που διαμορφώνουν οι Αθηναίοι για το γεγονός παρακολουθούμε μέσα από τις καταγραφές των πτωμάτων στις καθημερινές αθηναϊκές εφημερίδες «Ελευθερία», «Ριζοσπάστη», «Καθημερινή» και την κυβερνητική εφημερίδα «Ελλάς» που κυκλοφορεί μόνο στα Δεκεμβριανά και ώς τα τέλη Ιανουαρίου ’45.

Η «Ελευθερία» και ο «Ριζοσπάστης» από την παρανομία της Κατοχής συνεχίζουν μετά την Απελευθέρωση, όταν η «Καθημερινή» και άλλες «νόμιμες» εφημερίδες σταματούν τον Σεπτέμβριο. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφορεί ευρύτατα, αφού το ΕΑΜ ελέγχει έως το δεύτερο δεκαήμερο σχεδόν όλες τις συνοικίες, ενώ η «Ελευθερία» επανακυκλοφορεί από τις 22 του μήνα. Η «Καθημερινή» επανεκδίδεται Φεβρουάριο, όπως και ο «Ριζοσπάστης» που είχε διακόψει Ιανουάριο και ξαναρχίζει μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας.

Τα πτώματα, νεκροί του παρελθόντος με παρουσία στο παρόν, νεκροί άταφοι ή νεκροί που τους έβγαλαν από τη γη, που πρέπει να αναγνωριστούν, να εξακριβωθεί τι προκάλεσε τον θάνατο, εμφανίζονται, σποραδικά μετά την Απελευθέρωση. Οπως τον Οκτώβριο, έπειτα από δυνατή βροχή, όταν αποκαλύπτεται ομαδικός τάφος εκτελεσμένων από τους Γερμανούς στο Γαλάτσι, και δύο πτώματα βασανισμένων και ακρωτηριασμένων της Κατοχής από την Ειδική Ασφάλεια, σε υπόνομο, στο κέντρο της Αθήνας.

Τον Δεκέμβρη άμαχοι και μαχητές σκοτώνονται σε μάχες ή από αδέσποτες σφαίρες, όμηροι εκτελούνται, υπάρχουν νεκροί από πείνα ή παθολογικά αίτια. Γίνονται πρόχειρες ατομικές και ομαδικές ταφές. Ακολουθούν εκταφές από την κυβέρνηση, αναγνωρίσεις και κηδείες σε περιοχές όπου έχει εκδιωχθεί ή έχει υποχωρήσει ο ΕΛΑΣ. Αργότερα μνημόσυνα, συλλήψεις κατηγορουμένων για εκτελέσεις και δίκες. Ταυτόχρονα ξεκινά η επιστροφή των ομήρων.

Χωρίς απόλυτη σύμπτωση, τόποι εκταφής πτωμάτων υπήρξαν τόποι σφοδρών μαχών, εκεί που είχαν κάνει μπλόκα Γερμανοί και Τάγματα Ασφαλείας, εκεί όπου μετά τα Δεκεμβριανά οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν την κρατική, παρακρατική ή ακόμη και κομμουνιστική τρομοκρατία (ανάλογα με την εφημερίδα που καταγράφει τα πράγματα). Το Περιστέρι, η Κοκκινιά, η Καισαριανή, το Αιγάλεω.

Οι εφημερίδες δημοσιεύουν κυρίως σχετικές ειδήσεις και άρθρα, λιγότερο χρονογραφήματα, φυσικά πολύ σπάνια γελοιογραφίες, ενώ φωτογραφίες δεν συναντώνται. Οι κοινωνικές αγγελίες (κηδείες, πένθη, μνημόσυνα) έχουν επίσης σημαντική θέση και με αμεσότητα ανατροφοδοτούν τις μνήμες.

Στα Δεκεμβριανά ο «Ριζοσπάστης» προβάλλει εκτεταμένα τις απώλειες των αμάχων, από τους βομβαρδισμούς, τις αδέσποτες σφαίρες, και τις σφαγές και τις «ωμότητες» των Βρετανών. Επίσης και τις συλλήψεις ομήρων, τις εξαφανίσεις και τις εκτελέσεις στις περιοχές από τις οποίες υποχωρεί ο ΕΛΑΣ. Στην «Ελλάς» κυριαρχούν ειδήσεις για τις μάχες, με έμφαση στη σταδιακή απώθηση του ΕΛΑΣ. Καταγράφονται λεηλασίες και με κλιμακούμενη ένταση προβάλλονται απαγωγές πολιτών, βασανιστήρια και εκτελέσεις κυρίως από την ΟΠΛΑ.

Η «Ελευθερία» εστιάζει στις συλλήψεις ομήρων από τον ΕΛΑΣ (17.000) και τις εκτελέσεις (2.000) και καταγράφει πρόχειρες ταφές σε περιβόλους εκκλησιών, αλσύλλια, και στον Εθνικό Κήπο. Τα πτώματα είναι άμαχοι και εκτελεσμένοι μαχητές της αντιεαμικής πλευράς. Το ίδιο καταγράφεται και στην εφημερίδα «Ελλάς».

Η πρώτη αναφορά σε πτώματα που ανασύρονται από πηγάδι στου Φιλοπάππου καταγράφεται σε «Ελευθερία» και «Ελλάς» στις 30 Δεκεμβρίου 44 : εννέα «εθνικισταί» και ένα μικρό αγόρι. Ορισμένοι αναγνωρίζονται αμέσως, μπροστά σε Αγγλους και Αμερικανούς δημοσιογράφους. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή είχαν δολοφονηθεί στις 10 του μήνα.

Οι εκταφές και οι αναγνωρίσεις πραγματοποιούνται κυρίως τον Ιανουάριο ’45, όταν φτάνει στην Αθήνα αντιπροσωπεία βρετανικών συνδικάτων με επικεφαλής τον Σιτρίν. Συνεχίζονται τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με τις σχεδόν καθημερινές αναφορές στην «Ελευθερία» και την «Καθημερινή». Στην τελευταία προβάλλονται λεπτομέρειες της φρίκης, συχνότερα στην πρώτη σελίδα, όπως συνέβαινε Ιανουάριο στην «Ελλάς».

Ο «Ριζοσπάστης» χρησιμοποιεί επίσης ανατριχιαστικές περιγραφές και αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που ανατρέπουν το σχήμα ομηρία – εκτελέσεις από τον ΕΛΑΣ των άλλων εφημερίδων. Υπολογίζει τους νεκρούς από παθολογικά αίτια και τους άμαχους σε 10.000. Περίπου τόσοι, Φεβρουάριο πια, σύμφωνα με την «Ελευθερία», είναι μόνο οι εκτελεσμένοι από τους «στασιαστές». Αλλά από τον Μάρτιο υπάρχει διάκριση μεταξύ «εκτελεσθέντων» και «φονευθέντων» και δεν είναι όλοι αδιακρίτως «εθνικόφρονες», όπως στην «Καθημερινή». Τον Απρίλιο η «Ελευθερία» πλέον διαθέτει όλο και λιγότερο χώρο για το θέμα.

Ο «Ριζοσπάστης» από τον Μάρτιο αντικρούει συστηματικά τις κατηγορίες εναντίον του ΕΛΑΣ για τις ωμότητες των Δεκεμβριανών. Δημοσιεύει σε συνέχειες καθημερινές σχεδόν τη στήλη «Το ελληνικό Κατύν», με το ιστορικό του θανάτου από αδέσποτες σφαίρες, παθολογικά αίτια ή μάχες συγκεκριμένων προσώπων, τα πτώματα των οποίων εκτέθηκαν στο Περιστέρι ή αλλού ως θύματα των ελασιτών. Καταγγέλλεται η σκηνοθεσία των πτωμάτων αλλά και η σύληση των τάφων νεκρών του Δεκέμβρη.

Η τελευταία κηδεία «αγρίως κατακρεουργηθέντος υπό των ελασιτών» δημοσιεύεται 29 Απριλίου στην «Ελευθερία» και την «Καθημερινή». Ενώ πτώματα ομήρων από την Αθήνα ανακαλύπτονται ακόμη σε χαράδρες στη Στερεά και κάποια ξεβράζονται από τη θάλασσα στη Χαλκιδική.

Αρχίζουν να δημοσιεύονται μνημόσυνα εκτελεσμένων χωρίς οποιαδήποτε σχετική αναφορά, στην «Ελευθερία» αλλά και την «Καθημερινή» και γίνεται μνεία και σε πτώματα φονευθέντων στις μάχες, ελασιτών συνήθως. Απρίλιο πραγματοποιούνται και οι πρώτες μαζικές συλλήψεις «εκτελεστών».

Μέσα Μαΐου δημοσιεύονται τα συγκεντρωτικά στοιχεία της Εισαγγελίας σχετικά με τα θύματα του Δεκέμβρη: 5.000 νεκροί (1.700 από βόμβες και όλμους, 1.800 εκτελεσμένοι και 1.500 από ασθένεια). Η «Ελευθερία» δημοσιεύει την είδηση στις 17 Μαΐου στη 2η σελίδα χωρίς σχόλια, όπως και η «Καθημερινή», με περισσότερες λεπτομέρειες εκείνη και επισημαίνοντας ότι δεν περιλαμβάνονται τα πτώματα στον Πειραιά. Δίπλα άρθρο με άμεσους συνειρμούς σχετικά με «βάραθρον πλήρες από πτώματα», εκτελεσμένων από τους «εαμοκομμουνιστές» το καλοκαίρι του 1944 στην Πελοπόννησο.

Ο «Ριζοσπάστης» τρεις μέρες αργότερα, σε πρωτοσέλιδο, τονίζει ότι επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις του για τον αριθμό των εκτελεσθέντων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται, χωρίς να κατονομάζονται από την Εισαγγελία, και εκατοντάδες δημοκρατικοί πολίτες και λαϊκοί αγωνιστές, αλλά και δωσίλογοι «και σε ασημαντότατο ποσοστό μεμονωμένες περιπτώσεις αυτοδικιών που αποδοκιμάστηκαν τίμια». Εχει βέβαια προηγηθεί η καταδίκη της πρακτικής σύλληψης αμάχων ομήρων στην 11η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ τον Απρίλιο.

Ιούνιο και Ιούλιο δημοσιεύονται κυρίως εξάμηνα μνημόσυνα και ειδήσεις για τις δίκες «εκτελεστών» ή εκτελεστών, ανάλογα με την εφημερίδα, και το φθινόπωρο κυριαρχεί το αίτημα για παροχή γενικής αμνηστίας. Η αμνηστία υποστηρίζεται κυρίως από τον «Ριζοσπάστη», την αρνείται κατηγορηματικά η «Καθημερινή» και τη δέχεται υπό όρους η «Ελευθερία».

23 Δεκεμβρίου ’45, στον «Ριζοσπάστη» ο Καραγιώργης καταγγέλλει ότι ο Τσόρτσιλ και η ελληνική κυβέρνηση «προκάλεσαν τον Δεκέμβρη του ’44 σαν έξυπνη πεπονόφλουδα… αράδιασαν μπρος στην ανθρωπότητα κομμένα αυτιά και μύτες». Δημοσιεύονται και τρία μνημόσυνα για τα Δεκεμβριανά, το ένα στο Παγκράτι για δυο αδέρφια «που σκοτώθηκαν… από οβίδα του Σκόμπυ». Ενώ στις 28 η «Ελευθερία» δημοσιεύει μόνο το «ετήσιο μνημόσυνο για την ανάπαυσιν της ψυχής … λατρευτού … χαλκουργού βιομηχάνου, φονευθέντος την 30ήν Δεκεμβρίου 1944», και η «Καθημερινή» δωρεά στη μνήμη «καθηγητού Σωματικής αγωγής και λοχαγού πεζικού … αγρίως και υπούλως δολοφονηθέντος υπό των εαμοκομμουνιστών» και δυο μνημόσυνα.

Στην «Καθημερινή» και τον «Ριζοσπάστη» συχνά προβάλλεται αντεστραμμένη η ίδια εικόνα. Η «Καθημερινή» καλλιεργεί με τα πτώματα τον τρόμο και την απειλή επανάληψης των Δεκεμβριανών, πολώνει το κλίμα και υποστηρίζει την άμεση επάνοδο του βασιλιά. Ο «Ριζοσπάστης» εκφράζει τον ίδιο τρόμο από την πλευρά της κομμουνιστικής αριστεράς, προβάλλοντας συστηματικά την τρομοκρατία του δωσιλογικού κράτους, αλλά ελαχιστοποιεί τις «υπερβασίες» του ΕΛΑΣ. Ενώ η «Ελευθερία» επιδιώκει την υπέρβαση των Δεκεμβριανών, κατηγορεί την ηγεσία του ΚΚΕ αποκλειστικά και καταγράφει την παρακρατική τρομοκρατία μετά τη Βάρκιζα.

Από το τέλος του 1945 η μνήμη των πτωμάτων στοιχειώνει την Αθήνα, καθώς οι νεκροί του Δεκέμβρη, για να μνημονεύσουμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, αποτελούν «προμήνυμα κινδύνου» για τον Εμφύλιο.

*Ερευνήτρια στο Κέντρο Ερευνας της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών

Αναδημοσίευση από http://www.efsyn.gr/arthro/i-agria-mahi-me-ta-ptomata

H πορεία προς τον εμφύλιο: Από την ένοπλη εμπλοκή στην ένοπλη ρήξη

$
0
0
του Φίλλιπου Ηλίου

Εισαγωγή:
Σήμερα στην επέτειο των 70 χρόνων από τα Δεκεμβριανά της Αθήνας ένα απόσπασμα από το βιβλίου του Φίλιππου Ηλίου: Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος – Η εμπλοκή του ΚΚΕ ,επανέρχεται για να δώσει απαντήσεις και να θέσει νέους προβληματισμούς σχετικά με το πώς οδηγήθηκαν τα πράγματα στα γεγονότα των Δεκεμβριανών και κατά πόσο το ΚΚΕ είχε στόχο την εξουσία μέσω της ένοπλης πάλης. 

 Ο εμφύλιος πόλεμος προέκυψε από μια μακρά σειρά κινήσεων , χειρισμών και ιστορικών αναμετρήσεων που έχουν την αφετηρία τους στα χρόνια της Κατοχής , αλλά που κλιμακώνονται από το Δεκέμβριο του 1944 έως τους τελευταίους μήνες του 1946, και οι οποίες , στη πρόθεση εκείνων που τις σχεδιάζουν ή τις αυτοσχεδιάζουν έχουν το νόημα της άσκησης μια ς μεγαλύτερης πίεσης επάνω στον αντίπαλο, προκειμένου να επιτευχθεί ένας πολιτικός συμβιβασμός. Και ομολογημένη πρόθεση της ηγεσίας του ΚΚΕ, για εκείνη την εποχή, ήταν η επιδίωξη και με τη προσφυγή σε «ένοπλες μορφές πάλης», να οδηγηθεί το αριστερό κίνημα «σε ένα συμβιβασμό σε μία (νέα) Βάρκιζα με καλύτερους όρους».

Από τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης το μείζον πρόβλημα που αντιμετώπιζε η ελληνική κοινωνία ήταν η μεγάλη δύναμη του ΕΑΜ, και στο πλαίσιο του ΕΑΜ, η ισχυρότατη παρουσία του ΚΚΕ. Συνδυάζοντας από πολύ νωρίς, τα αιτούμενα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με ένα πρόγραμμα ουσιαστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, το ΕΑΜ, εμφανίζεται μετά την Απελευθέρωση, ως ένας από τους κύριους ρυθμιστικούς παράγοντες της πολιτικής ζωής. Αντίθετα με ότι συνήθως λέγεται και γράφεται, το ΕΑΜ δε φαίνεται να αντιπροσώπευε «τη μεγάλη πλειοψηφία» του ελληνικού λαού. Και όπου είναι δυνατό να γίνουν ακριβέστερες μετρήσεις, φαίνεται ότι δεν αποτελούσε καν τη πλειοψηφία. Είχε όμως με το μέρος του τη δυναμική και την αίγλη της Αντίστασης και μια ικανότητα οργανωμένων δυναμικών συσπειρώσεων που το καθιστούσαν δυνητικά ικανό να διαμορφώσει, σε διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, πλειοψηφικά ρεύματα και να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στις εξελίξεις.

Αυτή ακριβώς η δύναμη και η ακτινοβολία του ΕΑΜ ήταν εκείνη που εφόβιζε τους αντιπάλους του και αντισυσπείρωνε τα παραδοσιακά στρώματα και τις συντηρητικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Το επίσημο κράτος που ανασυγκροτείται μετά την Απελευθέρωση και μετά τα Δεκεμβριανά – και που είχε ήδη δείγματα γραφής από τη Μέση Ανατολή-είναι ένα κράτος αντί-εαμικό , το οποίο έχει ως κύριο μέλημα και σκοπό να αναχαιτίζει και να περιορίσει την εαμική πλυμμηρίδα. Με όλα τα μέσα διαθέσιμα και εφικτά.

Από τη πλευρά του το ΚΚΕ εμφανίζεται από, το τελευταίο, τουλάχιστον χρόνο της Κατοχής, να έχει εγκαταλείψει την ιδέα-πειρασμό της άμεσης κατάληψης εξουσίας.Οι ενδείξεις που είχε για τη Σοβιετική στάση απέναντι στο ελληνικό πρόβλημα και για την υπαγωγή της Ελλάδας , με σοβιετική συναίνεση, στην αγγλική «σφαίρα επιρροής» σε συνδυασμό με τις προτεραιότητες του αντιχιτλερικού αγώνα αλλά και τις ανησυχίες ως προς τη βιωσιμότητα της εαμικής συμμαχίας , εάν αυτή παρεξέκλινε από τις αρχικές διακηρύξεις της, οδηγούσαν σε μια αναζήτηση αναγκαστικών συγκλίσεων όσο βαρύ και αν μπορούσε να είναι το τίμημα. Στο πλαίσιο αυτό εξακολουθεί να ασκεί πιέσεις συχνά ένοπλες-με ακραίο παράδειγμα τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944-όχι γιατί σχεδιάζει να καταλάβει την εξουσία, αλλά γιατί θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό , θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα προς πολιτικές λύσεις , που θα επέτρεπαν στο ΕΑΜ να καταλάβει, στη θεσμοθετημένη πολιτική ζωή (και τη κυβέρνηση) μια αντίστοιχη θέση με τον όγκο των δυνάμεων που αντιπροσώπευε.

Τα φαινόμενα αυτά ενισχύονται κατά τη διάρκεια του 1945 , μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ εμφανίζονται να έχουν συνειδητοποιήσει , εκείνη την εποχή, ότι εμπρός στην επιθετικότητα του ανασυγκροτημένου κρατικού μηχανισμού και τη παράλληλη «λευκή τρομοκρατία» που είχαν εξαπολύσει οι εθνικιστικές συμμορίες, ο μόνος δρόμος που τους απομένει είναι η έμμονη στη γραμμή «της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης».

Δεν ήταν απλώς σχήμα λόγου. Την ίδια εκείνη εποχή, το ΚΚΕ εμφανίζει θεωρητικές επεξεργασίες για «το πέρασμα στο σοσιαλισμό με δημοκρατικές μεθόδους πολιτικής πάλης». Ο ίδιος ο Νίκος Ζαχαριάδης διατυπώνει τη θεωρία «των δύο πόλων», του ανατολικού και του δυτικού , ανάμεσα στους οποίους η Ελλάδα χώρα ουδέτερη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, ενώ, παράλληλα, για να μην αποκοπεί αποδέχεται, παρά τη διαφωνία του, να στηρίξει εδαφικές διεκδικήσεις στη Βόρειο Ήπειρο και την Ανατολική Ρωμυλία που προωθούσαν τα αστικά κόμματα και η κυβέρνηση. Στο ίδιο πλαίσιο ενεργειών θα πρέπει να εγγραφεί και η δημόσια αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος , με τις πράξεις του και την ανταρσία του , θεωρήθηκε ότι υπονομεύει τις επιδιωκόμενες και επιθυμητές «δημοκρατικές εξελίξεις».

Παράλληλα, όμως, το ΚΚΕ , πιστό στις λενινιστικές του παραδόσεις και πρακτικές της
κομμουνιστικής Διεθνούς , θεωρεί ότι ο συνδυασμός των μορφών «της πολιτικής και μαζικής πάλης» με μορφές «ένοπλης πάλης», είναι ένας ακόμη αποτελεσματικός τρόπος για να πειστεί ο αντίπαλος, προκειμένου να επιτευχθεί ένας πολιτικός συμβιβασμός, «με καλύτερους όρους». Το ζήτημα που είναι απαραίτητο να καταστεί σαφές εδώ είναι το εξής: «Αν ξεχάσει κανείς την Ελλάδα, και να αναχθεί στα μαθήματα που γινόταν σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, θα βρει ένα θέμα να επανέρχεται μονίμως: τις μορφές πάλης και τους συνδυασμούς των μορφών αυτών. Θεωρείται λοιπόν, και το κομουνιστικό κόμμα το κάνει εργαλείο για τη δράση του, ότι η ένοπλη πίεση απέναντι στον αντίπαλο είναι ένας τρόπος για να επιτύχεις πολιτικό συμβιβασμό. Όχι για να τον ανατρέψεις , όχι για να κυριαρχήσεις σ’ αυτόν , όχι για να καταλάβεις την εξουσία, αλλά για να εξαναγκάσεις έναν δύστροπο αιμοβόρο αντίπαλο να συμβιβαστεί και να κατακτήσεις στην κοινωνία μια θέση ανάλογο με τις δυνάμεις που έχεις.

«Αν αυτό το σχήμα δεν το εμπεδώσουμε, τότε η ιστορία των ελλήνων κομμουνιστών παρουσιάζει, από τα τέλη της Κατοχής ως την αρχή των εμφύλιου πολέμου, δηλαδή ως το 1947, το σχήμα του τρελού καραβιού: Κάποιο θέλουν να πάρουν την εξουσία. Θέλοντας να πάρουν την εξουσία, αφήνουν τους Εγγλέζους να αποβιβαστούν , χωρίς να κάνουν τίποτα για να καταλάβουν την εξουσία. Και μόλις αφήνουν τους Εγγλέζους να αποβιβαστούν, εξορμούν να πάρουν την εξουσία τον Δεκέμβρη, και υποχωρούν αμέσως στέλνοντας κύριες δυνάμεις του ΕΑΜ να πολεμούν το Ζέρβα στην Ήπειρό. Και μετά, ενώ ετοιμάζονται για το τρίτο γύρο για να ξαναπάρουν την εξουσία, που δεν είχαν πάρει τις δύο προηγούμενες φορές, αρχίζουν να στέλνουν φαντάρους στο στρατό, στους κομμουνιστές τους λένε να αποδεχτούν να πάνε στην εξορία, και κάνουν ότι χρειάζεται για να χάσουν αυτό που θεωρείται ότι είναι ο στόχος τους, η επιδίωξη τους . Πρόκειται για μια τρελή κατάσταση, η οποία δεν αντέχει σε κανενός είδους λογική.

Η ύστερη και μεταγενέστερη κομμουνιστική κριτική και αυτοκριτική χώριζε σε φέτες όλα αυτά τα κομμάτια , και απέδιδε στην αριστερή ή στη δεξιά απόκλιση, κατά καιρούς, την ευθύνη για το σύνολο των πραγμάτων. Αλλά τα πράγματα δεν είναι δυνατόν να συμβούν έτσι στη ζωή, και δεν είναι δυνατόν να συμβούν αν δεν υπάρχει μια λογική που τα ρυθμίζει. Τη λογική αυτή έχω την εντύπωση ότι μπορούμε να τη δούμε σε μια σειρά ενεργειών, όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα , ήδη από τα χρόνια της Κατοχής, γνωρίζει ότι η Ελλάδα είναι στη σφαίρα της αγγλικής επιρροής, ότι μπορεί εμείς να είμαστε δυνατοί, δεν μπορούμε όμως να ανατρέψουμε τις συνθήκες της παγκόσμιας ισορροπίας στη Μεσόγειο, δε μπορούμε να τα βάλουμε με την Αγγλία βάζοντάς τα ταυτόχρονα με τη Σοβιετική Ένωση, την οποία θα παραβλέψουμε. Αλλά τι μπορούμε να κάνουμε; Μπρος στο φόβο που κατέχει τον συντηρητικό κόσμο , μπρός στο φόβο που κατέχει από την Απελευθέρωση και πέρα ,ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού, το φόβο του ΕΑΜ , το φόβο ότι το ΕΑΜ είναι ικανό για τα πάντα , να σφάξει, να λεηλατήσει, κυρίως να φέρει το κομμουνισμό στην Ελλάδα , μπρος στο φόβο αυτό αναπτύσσεται ένα κράτος, μια κατάσταση λευκής τρομοκρατίας, που παίρνει διαστάσεις εφιαλτικές. Απέναντι στο κράτος αυτό, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ψάχνουν να βρουν μορφές συνδιαλλαγής.

Το ΚΚΕ βρίσκεται, έτσι, εμπρός σε μια νέα πραγματικότητα, στη διαμόρφωση της οποίας είχε και το ίδιο συμβάλλει. Θεωρεί πια τον Φεβρουάριο του 1947 ότι όλες οι δυνατότητες για ειρηνική λύση του ελληνικού προβλήματος είχαν εξαντληθεί και ότι οι προσπάθειες για έναν αμοιβαίως αποδεκτό πολιτικό συμβιβασμό δεν είχαν πλέον κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Δεν τους απέμενε , κατά τις αντιλήψεις του, παρά η ένοπλη αναμέτρηση: ο ένοπλος αγώνας ως κύρια μορφή των ενεργειών του.

Στην αφετηρία των νέων αυτών εκτιμήσεων θα πρέπει να βρίσκονται κάποιες ενθαρρύνσεις-οι οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν με σχετική βεβαιότητα , ως υποκινήσεις- που είχαν λάβει ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης από τν Ιωσήφ Στάλιν, το Μάρτη του 1946, στη διάρκεια μια μυστικής συνάντησης στη Κριμαία, και , αντίστοιχα , από το στρατάρχη Τίτο. Οι ενθαρρύνσεις αυτές, που ισοδυναμούσαν με έγκριση, είχαν επιτρέψει στο ΚΚΕ να προσχωρήσει από το 1946, στο συνδυασμό των πολιτικών ενεργειών με ένοπλες μορφές πάλης. Έδειχναν, κυρίως, ότι κάτι άλλαζε στη στάση της Σοβιετικής Ένωσης , καθώς άρχιζε πια η εποχή του Ψυχρού πολέμου.

Και πάλι , όμως, πριν προχωρήσει στο επόμενο βήμα και πριν εξαγγείλει , ακόμη και στα στελέχη του, τις νέες αποφάσεις, το ΚΚΕ θεώρησε ότι έπρεπε να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις που θα του επέτρεπαν να αντιμετωπίσει με αυξανόμενες προσδοκίες επιτυχίας την οριστική εμπλοκή στον εμφύλιο πόλεμο. Του χρειαζόταν όχι μόνο η έγκριση του « διεθνούς επαναστατικού κέντρου» δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και η συμφωνία για την αποστολή μεγάλων ισοτήτων πολεμικού υλικού, που θα έπρεπε στο Δημοκρατικό Στρατό να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του: το κυβερνητικό στρατό , ο οποίος είχε, ήδη την απεριόριστη στήριξη με πολεμικό υλικό και συναφή μέσα, από τους Άγγλους στην αρχή, από τους Αμερικανούς στη συνέχεια.

Επομένως, τα ερωτήματα θα πρέπει να τεθούν προς μία άλλη κατεύθυνση. Ήταν δυνατόν μια κοινωνική επανάσταση ή ένας εμφύλιος πόλεμος, καθοδηγημένος από κομμουνιστές , να επιτύχει σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή;

Ήταν δυνατόν ένα λαϊκό όσο ισχυρό κι αν μπορούσε να είναι , να αναστρέψει τις γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν αποδεχθεί οι «Μεγάλοι Σύμμαχοι» στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου;

Ήταν δυνατόν να υπάρχουν «επαναστατικές διαθεσιμότητες» που θα επέτρεπαν να ξεσηκωθεί ένας λαός που μόλις έβγαινε από έναν καταστροφικό πόλεμο για να ριχτεί σε έναν άλλο, και μάλιστα εμφύλιο;

Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει με ερωτήματα αυτού του είδους. Έχω την εντύπωση πως θα κατέληγε στο μόνιμο συμπέρασμα, ότι η έκβαση του ελληνικού εμφυλίου πολέμου ήταν εγγεγραμμένη από την αφετηρία του. Το τριτοδιεθνιστικό μοτίβο του «προκεχωρημένου αποσπάσματος της επανάστασης» που θυσιάζεται για να κερδηθεί η συνολική μάχη φαίνεται ότι είχε και αυτό τη θέση του στις αφετηριακές διαδρομές του ελληνικού επαναστατικού εγχειρήματος.


Απόσπασμα το βιβλίο του Φίλιππου Ηλιού : Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος – Η εμπλοκή του ΚΚΕ, εκδόσεις Θεμέλιο Ιστορική βιβλιοθήκη

Αναδημοσίευση από https://barikat.gr/content/h-poreia-pros-ton-emfylio-apo-tin-enopli-emploki-stin-enopli-rixi

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΜΟΣ 13 ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 1940-1949 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΗ

$
0
0
Πρόλογος

Δεν υπάρχει - µε την εξαίρεση ίσως της ελληνικής επανάστασης και του απελευθερωτικού αγώνα - περίοδος πιο πυκνή σε γεγονότα και εξελίξεις στη νεοελληνική ιστορία από την περίοδο του πολέµου, της κατοχής και του εµφυλίου - από τη δεκαετία 1940-1950 δηλαδή. Εφτά εκατοµµύρια Έλληνες - ένα µικρό κράτος για τα µέτρα του καιρού - πέρασαν µέσα σε λίγα χρόνια από καταστάσεις και εµπειρίες που άλλα έθνη, πολύ πιο µεγάλα, δεν γνωρίζουν σε ολόκληρη την ιστορία τους. Δεν οφειλόταν αυτό σε κάποια κατάρα που το έθνος κουβαλά µαζί του, ούτε σε κάποια έµφυτη έφεση των νεοελλήνων προς την περιπέτεια. Απλώς συνέβη εδώ κάτι που σπάνια συναντούµε στην
ιστορία των κρατών και των ανθρώπινων κοινωνιών. Η γεωγραφία, η κοινωνική διάρθρωση και η γύρω ιστορική συγκυρία συνδυάστηκαν µε τρόπο εξαιρετικά δηµιουργικό - και ταυτόχρονα εξαιρετικά επώδυνο - για να δώσουν αυτή τη µοναδική ελληνική εµπειρία της δεκαετίας.

Πρόκειται για µία ιστορία που µόλις αρχίζουµε να ανακαλύπτουµε µε ουσιαστικό και νηφάλιο τρόπο. Ακόµα και σήµερα - και για καιρό ίσως ακόµα - η επιστηµονική θεώρηση αντιµάχεται µε τις αυθαίρετες κατασκευές που καλούνται, από καιρό σε καιρό, να υπηρετήσουν, στρεβλώνοντας την ιστορία, τη µία ή την άλλη άποψη και επιλογή. Ίσως αυτό το γεγονός, περισσότερο από κάθε τι άλλο δείχνει την επικαιρότητα των όσων συνέβησαν τότε, τη σηµασία που διατηρούν για τον κόσµο µέσα στον οποίο εµείς σήµερα ζούµε. 

Υπάρχει πάντοτε το δίληµµα του τι πρέπει να περιλάβει κανείς σε έναν τόµο που µε τρόπο εκλαϊκευµένο αλλά ταυτόχρονα και έγκυρο προσπαθεί να ταξινοµήσει, και κατά το δυνατό να εξηγήσει, τα συµβάντα εκείνης της εποχής. Τα πάθη των ανθρώπων οπωσδήποτε σε µία πολεµική δεκαετία που κόστισε ανθρώπινες ζωές σε κλίµακα που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα και η Ελλάδα. Δεκαπέντε χιλιάδες Έλληνες σκοτώθηκαν στον πόλεµο, ίσως δέκα χιλιάδες σκοτώθηκαν στις γραµµές της Αντίστασης, δεκάδες χιλιάδες χάθηκαν στον καιρό της κατοχής (ας µην ξεχνάµε την τύχη των πενήντα χιλιάδων Εβραίων συµπολιτών µας), ίσως πενήντα χιλιάδες σκοτώθηκαν στον Εµφύλιο. Δεν επρόκειτο όµως απλά και µόνο για µία περίοδο δακρύων και παθών. Αυτό το εκπληκτικό νέο φαινόµενο - στον πόλεµο και στην πολιτική - που ονοµάστηκε αντιφασιστική, εθνική Αντίσταση, ήταν ένα τεράστιο κίνηµα δηµιουργίας που ακτινοβολεί ακόµα και σήµερα αξίες από αυτές που θεµελιώνουν βαθιά τον ανθρώπινο πολιτισµό.

Από τα πολλά που συνέβησαν εκείνη την περίοδο στους Έλληνες, από τα πολλά που οι τελευταίοι δηµιούργησαν, εκτίθενται στον παρόντα τόµο µερικά, άλλα µε πληρέστερο, άλλα µε πιο συνοπτικό τρόπο. Θα ήταν αφελής όποιος θεωρεί ότι εξαντλείται ένα τέτοιο θέµα στα πλαίσια ενός και µόνο τόµου, ενός και µόνο δοκιµίου. Στην ουσία ξύσαµε την επιφάνεια ελπίζοντας να δώσουµε στον αναγνώστη το µέγεθος και την πολυπλοκότητα των γεγονότων της περιόδου. Σε τελευταία ανάλυση νέα υλικά και νέοι τρόποι προσέγγισης συµπληρώνουν καθηµερινά τη γνώση µας γύρω από την περίοδο και τη δεξιότητά µας να την αποδίδουµε µε προσιτό και κατανοητό - χρηστικό αν θέλετε - τρόπο. Θεωρείστε λοιπόν την εδώ προσπάθεια ως ένα σταθµό προς την πληρέστερη αντιµετώπιση της συναρπαστικής περιόδου.

Γιώργος Μαργαρίτης

Περιεχόμενα

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ  1940 - 1950  Γιώργος Μαργαρίτης
Ο ΕΔΕΣ Βαγγέλης Τζούκας
Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Γιώργος Μαργαρίτης
ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ . Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ Γιώργος Μαργαρίτης ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΟ ΣΤΟΝ ΓΡΑΜΜΟ (ΙΟΥΝΙΟΣ 1948- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1949) Νίκος Κουλούρης

Η εικόνα του ελληνικού Eμφυλίου στον διεθνή Τύπο

$
0
0
επιμέλεια Νίκος Μαραντζίδης και Ελένη Πασχαλούδη

http://coldwar.gr/Matzaridis_Nikos_Eleni_Paschoulidi.pdf

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος έχει αποτελέσει ένα προνομιούχο θέμα της ελληνικής ιστοριογραφίας. Τα βιβλία και τα επιστημονικά άρθρα που ασχολούνται με διάφορες πτυχές του συγκροτούν ήδη μια γιγαντιαίων διαστάσεων βιβλιογραφία. Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι πάντοτε ικανοποιητική. Ενώ υπάρχουν (και τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται με αυξανόμενη συχνότητα) πολλά έργα τα οποία εντάσσονται σε μια δυναμική και πολυεπίπεδη εξέταση του φαινομένου μέσα στα διεθνή του συμφραζόμενα, η κυρίαρχη εικόνα – ειδικά στο πεδίο που ονομάζεται «δημόσια ιστορία» ή δημόσιες προσλήψεις – κυριαρχείται από στερεότυπα (είτε για τον ρόλο των εσωτερικών δυνάμεων είτε, πιο συχνά, για τον περιλάλητο «ξένο δάκτυλο») και από υπερβολικά «στενού» ορίζοντα οπτικές. Η τελευταία αυτή τάση απειλεί να αποκόψει ακόμη περισσότερο την ελληνική επιστήμη από τις μεγάλες διεθνείς συζητήσεις, και να εντείνει την απομόνωση του ελληνικού δημόσιου διαλόγου.

 Ο ανά χείρας τόμος εκπροσωπεί μια απόπειρα για απεμπλοκή από τέτοιες παγίδες. Αντιμετωπίζει τον εμφύλιο πόλεμο ως ένα διεθνές γεγονός, θέτοντας στο επίκεντρο της ανάλυσης όχι μόνον την ίδια την ελληνική εσωτερική σύγκρουση, αλλά και την πρόσληψή της από τη διεθνή κοινότητα και από την εθνική κοινή γνώμη άλλων χωρών. Εάν η κατανόηση του Άλλου αποτελεί – και πάντοτε αποτελούσε – μια από τις προτεραιότητες της Ιστορίας των Διεθνών Σχέσεων, ο τόμος αυτός κάνει ένα σημαντικό βήμα στον εμπλουτισμό της ερευνητικής ατζέντας για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο: μελετά όχι μόνον την στάση «Άλλων» έναντι της εσωτερικής ελληνικής σύγκρουσης, αλλά και το πώς αυτοί οι Άλλοι είδαν τους Έλληνες του εμφυλίου πολέμου ως Άλλους ως προς τους ίδιους. 

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

$
0
0
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
 Γιώργος Αντωνίου Στάθης Καλύβας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Νίκος Μαραντζίδης

Η μελέτη του ζητήματος των πολιτικών προσφύγων αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια ένα από τα πλέον εξελισσόμενα αντικείμενα μελέτης. Παρά το γεγονός πως για χρόνια υπήρξε ένα θέμα ταμπού, η ιστορική έρευνα έκανε σημαντικά βήματα προόδου. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό έπαιξαν τα αρχειακά τεκμήρια των πρώην Λαϊκών Δημοκρατιών. Έτσι, ένας σημαντικός αριθμός ιστορικών ερευνών που βασίζονται κυρίως στα αρχεία αυτών των χωρών συνέβαλαν στην αναλυτική χαρτογράφηση του φαινομένου και στην διερεύνηση πολλών από τις μέχρι πρόσφατα άγνωστες πτυχές.

Ο όρος πολιτικός πρόσφυγας υπήρξε ασαφής και σε κάποιες περιπτώσεις παραπλανητικός. Υπό την ασαφή, λοιπόν, κατηγορία του πολιτικού πρόσφυγα, στοιβάχτηκαν τουλάχιστον πέντε διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων: α) τα στελέχη του κόμματος και οι εθελοντές αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, για τους οποίους θα ταίριαζε απολύτως ο όρος του πρόσφυγα, με βάση τα κριτήρια της Σύμβασης της Γενεύης, β) οι επιστρατευμένοι αντάρτες, άνδρες και γυναίκες, που είχαν την ατυχία να στρατολογηθούν δια της βίας για να πολεμήσουν στις γραμμές του ΔΣΕ και υποχρεωτικά βρέθηκαν στο «σιδηρούν παραπέτασμα», γ) οι κάτοικοι των παραμεθορίων χωριών της Βόρειας Ελλάδας που εξαναγκάστηκαν από το ΔΣΕ να εκκενώσουν τα χωριά τους και να ακολουθούσαν τους αντάρτες στην «υπερορία», δ) οι αιχμάλωτοι στρατιώτες και αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού που πήραν μαζί τους οι αντάρτες στην Αλβανία και στη συνέχεια επιβιβάστηκαν στα πλοία της «προσφυγιάς» και ε) τα χιλιάδες παιδιά του «παιδομαζώματος». Ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και μια έκτη κατηγορία: τους σλαβόφωνους/ Σλαβομακεδόνες αντάρτες και άμαχους που εγκατέλειψαν τις εστίες τους με κατεύθυνση τη Γιουγκοσλαβία (ιδιαίτερα μετά τη ρήξη Τίτο Στάλιν το 1948) προκειμένου να λιποτακτήσουν από το ΔΣΕ ή να μην στρατολογηθούν σε αυτόν.

http://coldwar.gr/antoniou-kalivas.pdf


Viewing all 49 articles
Browse latest View live